Η λογοτεχνία προηγείται για ακόμα μία φορά της ψυχανάλυσης. Οι δημιουργοί ξεπερνούν διαχρονικά τους επιστήμονες παραφράζοντας τον Φρόιντ
Η Αλάνα Πορτέρο, συγγραφέας του βιβλίου «Κακή συνήθεια» (εκδόσεις Πατάκη), µαχητική ακτιβίστρια της ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητας, υπογράφει την ιστορία ενηλικίωσης μιας τρανς γυναίκας που μεγαλώνει σε μια εργατική συνοικία της μεταφρανκικής Μαδρίτης, συνυφαίνοντας το τραύμα της φτώχειας με αυτό της δυσφορίας φύλου, υπενθυμίζοντας μέσα από τη σπουδαία λογοτεχνική της φωνή πως βιολογικό φύλο δεν είναι παρά μια πολιτική κατηγορία που θεμελιώνει την ετεροσεξουαλικότητα, φράση δανεική από την Τζούντιθ Μπάτλερ.
Η ιστορία της Αλάνα Πορτέρο που διαδραματίζεται σε μια συνοικία όπου ο Φράνκο εξόρισε την εργατική τάξη τη δεκαετία του 1950, καταδικάζοντάς τη στην ανέχεια, μιλά για ένα πλάσμα που μεγαλώνει σε ένα ξένο σώμα. Η θεωρητική συζήτηση για το κοινωνικό φύλο και την κοινωνική στρωμάτωση άνοιξε με ένταση και γδούπο ύστερα από ένα άρθρο του Βρετανού κοινωνιολόγου Τζον Γκόλντθορπ στο επιστημονικό περιοδικό Sociology με απώτερο στόχο να απαντήσει στη φεμινιστική κριτική. Στη συνέχεια υπήρξε πληθώρα σχετικών τοποθετήσεων στη βρετανική και παγκόσμια βιβλιογραφία που έδωσαν βάση όχι μόνο στη σχέση κοινωνικού φύλου και τάξης, αλλά και στις πολιτισμικές διαστάσεις και στην επικάλυψη του φύλου από τη σεξουαλικότητα.
Στην «Κακή συνήθεια» της Πορτέρο, η ηρωίδα αναζητά την τρυφερότητα στις γυναίκες, ίσως γιατί στις φτωχογειτονιές του Σαν Μπλας, τα κουίρ άτομα βρίσκονται στο περιθώριο ή εξορίζονται όταν καταλαβαίνουν ότι οι πατεράδες τους προτιμούν να έχουν «γιο τοξικομανή» παρά «αδερφή» - όπως αναφέρει η συγγραφέας, παρουσιάζοντας μας μέσα από ένα σημαντικό μυθιστόρημα πως ότι παρεκκλίνει από την ετεροφυλοφιλική πραγματικότητα, δεν είναι θεμιτό και είναι δύσκολη η αποδοχή του. Κι ας είναι κοινή παραδοχή της ψυχιατρικής και ψυχαναλυτικής κοινότητας πως η θηλυκότητα και η αρρενωπότητα αφορούν ένα σύνολο πεποιθήσεων και πως αυτές οι πεποιθήσεις δεν είναι οι απόλυτες αλήθειες και μεταβάλλονται όσο μεταβάλλονται και οι κοινωνίες, όπως έχει επισημάνει ο Stoller. Κι ας γνωρίζουμε μέσα από την «Αναταραχή φύλου» της Μπάτλερ πως οι σχέσεις εξουσίας και οι διαδικασίες λόγου διαμορφώνουν τις κατηγορίες Ανδρας και Γυναίκα, δύο κατηγορίες που δεχόμαστε για κάποιο λόγο ως δεδομένες παρ’ όλο που η ίδια η πραγματικότητα μας δείχνει πως δεν είναι. Κι όμως εμείς συνεχίζουμε να επιτρέπουμε σε έναν κόσμο που τρέχει με την ταχύτητα του φωτός να μας ταξινομεί και να μας περιορίζει το φύλο ως θεσμοθετημένος παράγοντας κοινωνικής ιεράρχησης και ως βασικό σύστημα πάνω στο οποίο έχουμε δομήσει τη διάρθρωση της κοινωνίας μας μάλλον γιατί αυτό μόνο μπορεί να διαιωνίζει συγκεκριμένες εξουσίες και ισορροπίες, από τον έμφυλο καταμερισμό της εργασίας μέχρι τη δομή της αστικής οικογένειας.
Λίγο πριν η Πορτέρο εκδώσει στην Ισπανία την «Κακή συνήθεια» η Εύα Μπαλταζάρ υπέγραφε στην ίδια χώρα το βιβλίο «Μπόουλντερ, η γυναίκα του βράχου» (εκδόσεις Πατάκη), φέρνοντας τους αναγνώστες της αντιμέτωπους με την κουίρ συλλογιστική και τη διαπάλη ανάμεσα στον εσωτερικό και εξωτερικό κόσμο. Μέσα από μια σύγχρονη πανανθρώπινη ιστορία αγάπης κατάφερε να κοντράρει τις παραδοσιακές αντιλήψεις και να υπονομεύσει λογοτεχνικά τις ετεροφυλοφιλικές σχέσεις που τοποθετούνται διαχρονικά στο κέντρο –ως «φυσιολογικές» και κανονιστικές– με αποτέλεσμα οι όποιες άλλες μορφές σεξουαλικών σχέσεων να εκλαμβάνονται ως «αποκλίνουσες» και «αφύσικες».
Η Μπαλταζάρ επαναπροσδιορίζει τη γονεϊκότητα αποδομώντας κυρίαρχους μύθους περί μητρικού ενστίκτου και διαχωρίζοντας το βιολογικό φύλο που αφορά τη γενετήσια ταυτότητα του ατόμου από το κοινωνικό φύλο, μια κοινωνική και πολιτισμική διαφοροποίηση ανδρών και γυναικών μέσα σε ένα συγκεκριμένο γεωγραφικό πλαίσιο και συγκεκριμένη χρονική περίοδο.
Η Generation X ή ακόμα και οι Μιλένιαλς έζησαν εγκλωβισμένοι στα έμφυλα στερεότυπα σε κοινωνίες που παθολογικοποιούσαν τις τρανς ταυτότητες και ψυχιατρικοποιούσαν τη σεξουαλικότητα. Η γενιά Ζ, η πρώτη που έχει ενηλικιωθεί μέσα σε ένα περιβάλλον ρευστότητας φύλου, εμφανίζεται συμφιλιωμένη με το γεγονός πως η έκφραση του φύλου δεν συνάδει με το φύλο που έχει καθοριστεί κατά τη γέννηση και συζητά ανοιχτά για τη διαδικασία επιβεβαίωσης ή μετάβασης του φύλου. Κι όμως παρά την ιδεολογική της συμφιλίωση με την ανατροπή του ταμπού της βιολογίας και παρ’ όλο που τα τελευταία χρόνια η ψυχαναλυτική κοινότητα επισημαίνει κινδύνους παθολογικοποίησης των τρανς ατόμων και μιλά για το φύλο μέσα από ένα άνοιγμά στη διεπιστημονικότητα, βλέπουμε μέσα από την κλινική εμπειρία πως ακόμα και αυτή η γενιά υποφέρει ψυχικά μέσα σε μια κοινωνία που έχει μάθει να μισεί τα ανυπάκουα σώματα, φράση δανεική από τον Μισέλ Φουκό.
Το φετινό Pride επιδιώκει να φέρει στη δημόσια συζήτηση το πώς η άνοδος της Ακροδεξιάς και η κανονικοποίηση της ρητορικής μίσους στον πολιτικό και μιντιακό λόγο συνιστούν απειλή για όλες/όλους/όλα μας. Ο αποκλεισμός των LGBTQI+ προσφύγων/προσφυγισσών και μεταναστών/τριών –γράφει το σχετικό σημείωμα– εντείνεται, οδηγώντας σε πολλαπλούς αποκλεισμούς με ρατσιστικά, σεξιστικά, ομοφοβικά ή/και τρανσφοβικά κίνητρα. Το φετινό Pride μάς πυροδοτεί κατ’ επέκταση να σκεφτούμε όχι μόνο γύρω από τη σύνδεση μεταξύ κοινωνικού φύλου και μετανάστευσης με την έννοια μόνο των αλλαγών που επιφέρει η μετανάστευση στις σχέσεις των φύλων, αλλά και γύρω από τους τρόπους που το κοινωνικό φύλο λειτουργεί ως στοιχείο που διαμορφώνει τις μεταναστευτικές ροές.
Και οι συγγραφείς, όπως η Πορτέρο και η Μπαλταζάρ, συμβάλλουν σημαντικά σε έναν αναστοχασμό γύρω από τον ρόλο της κοινότητας στο να πάψει επιτέλους η ανατροπή της βιολογίας να παραμένει το μέγιστο ταμπού. Οι λογοτεχνικές τους φωνές βάζουν το δικό τους λιθαράκι στην αντίσταση απέναντι στις παγιωμένες αντιλήψεις περί αντρικής και γυναικείας ταυτότητας, στην ανατροπή των κανονιστικών αρχών και κανόνων της σεξουαλικότητας, στη δημιουργία σχέσεων ισότητας ανάμεσα στα φύλα και την αποφυγή περιθωριοποίησης όσων δεν συμμορφώνονται σε αυτό. Τα βιβλία της Αλάνα Πορτέρο και της Εύας Μπαλταζάρ διαταράσσουν τον κυρίαρχο λόγο που θέλει τις έμφυλες ταυτότητες να καθορίζουν τον τρόπο που θα υπάρξουμε σε αυτόν τον κόσμο βάζοντας τα θεμέλια της σεξιστικής βίας, με αποτέλεσμα ιδίως τα τρανς άτομα να υφίστανται αποκλεισμό ή ακόμα και ωμή βία.