Ένα νέο, πρωτοποριακό επιστημονικό άρθρο έρχεται να ανατρέψει τις παραδοσιακές θεωρίες για την προέλευση των πόλεων-κρατών της αρχαίας Ελλάδας. Σύμφωνα με μελέτη του Jordan Adamson που δημοσιεύθηκε στο Journal of Economic Behavior & Organization, η κύρια κινητήρια δύναμη πίσω από τη γένεση των ελληνικών πόλεων δεν ήταν αποκλειστικά ο πόλεμος, η γεωμορφολογία ή η πολιτική δομή, αλλά το εμπόριο και η φυσική ποικιλομορφία των περιοχών.
Η βασική ιδέα του Adamson βασίζεται στην οικονομική θεωρία του συγκριτικού πλεονεκτήματος: διαφορετικές περιοχές είχαν διαφορετικά φυσικά χαρακτηριστικά, όπως τύπους βλάστησης, ορυκτά ή άλλα αγαθά, γεγονός που ευνοούσε την εξειδίκευση και, κατά συνέπεια, το εμπόριο μεταξύ των κοινοτήτων. Όμως το εμπόριο, εκτός από ευημερία, έφερνε και κινδύνους. Ο πλούτος προσέλκυε επιδρομές και συγκρούσεις, γεγονός που ανάγκαζε τις τοπικές κοινωνίες να οργανωθούν αμυντικά – μερικές φορές με συνένωση διάσπαρτων οικισμών, το γνωστό συνοικισμό (synoikismos) – και έτσι γεννήθηκαν οι πρώτες πόλεις-κράτη.
Ο ερευνητής συνέλεξε δεδομένα για 696 πόλεις-κράτη της περιόδου 600–320 π.Χ., χρησιμοποιώντας αρχαιολογικά ευρήματα, ιστορικές πηγές, οικολογικούς χάρτες και καταλόγους νομισματοκοπίας. Εξέτασε εάν οι πόλεις αυτές είχαν εκδώσει αργυρά νομίσματα (ένδειξη εμπορικής δραστηριότητας), αν είχαν συμμετάσχει σε πολεμικές συγκρούσεις, καθώς και αν προέκυψαν μέσω συνοικισμών.
Τα συμπεράσματα ήταν εντυπωσιακά: οι περιοχές με μεγαλύτερη φυσική ποικιλομορφία εμφάνιζαν υψηλότερη πιθανότητα εμπορικής δραστηριότητας, συμμετοχής σε συγκρούσεις και δημιουργίας πόλεων μέσω συνοικισμού. Οι παραδοσιακοί παράγοντες – όπως η πρόσβαση στη θάλασσα, οι εύφορες πεδιάδες ή τα ποτάμια – φάνηκαν να εξηγούν λιγότερο επαρκώς αυτά τα φαινόμενα. Αντίθετα, ήταν η «ανισότητα» στις φυσικές προϋποθέσεις που οδηγούσε σε ανταλλαγές αγαθών, οι οποίες με τη σειρά τους ενίσχυαν την κοινωνική οργάνωση, αλλά και τη βία.
Ο Adamson δίνει ιδιαίτερη έμφαση στον συνοικισμό ως μηχανισμό άμυνας: όταν ένας εμπορικός οικισμός γινόταν πλούσιος, γινόταν και στόχος. Έτσι, γειτονικές κοινότητες ενώνονταν σε μία οχυρωμένη πόλη για να προστατευθούν – όπως έγινε με τη Μεγαλόπολη, που ιδρύθηκε μετά από σύγκρουση μεταξύ Σπάρτης και Θηβών.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει και ο ρόλος του αργυρού νομίσματος. Η εμφάνισή του λειτουργεί ως ισχυρός δείκτης εμπλοκής στο εμπόριο, και συχνά συνδέεται με πόλεις που είτε αποτέλεσαν πεδία μαχών είτε δημιουργήθηκαν μέσω συνοικισμού. Όπου υπήρχε εμπόριο, υπήρχε και νομισματική κυκλοφορία – και άρα και στόχοι για λεηλασία.
Παρόλο που η μελέτη επικεντρώνεται στον ελληνικό χώρο, ο Adamson υποστηρίζει ότι παρόμοια φαινόμενα εμφανίστηκαν και σε άλλους πολιτισμούς της Μεσοποταμίας, της Αιγύπτου, της Ανατολίας και ακόμη και στις προκολομβιανές κοινωνίες της Αμερικής. Το εμπόριο, υποστηρίζει, ήταν μια παγκόσμια, αλλά συχνά υποτιμημένη, κινητήρια δύναμη πολιτικής οργάνωσης και στρατιωτικής σύγκρουσης.
Αυτή η νέα οπτική θέτει υπό αμφισβήτηση τις παραδοσιακές αφηγήσεις περί γένεσης των πόλεων-κρατών και προσφέρει ένα πολυπαραγοντικό μοντέλο που αναγνωρίζει τη δυναμική του πλούτου ως παράγοντα κινδύνου, αμυντικής συγκρότησης και κρατικής συγκρότησης. Αν μη τι άλλο, ένας σημαντικός επαναπροσδιορισμός της σχέσης μεταξύ εμπορίου και πολιτικής εξέλιξης στην αρχαιότητα.