Όταν το φιλμ βγήκε στις αίθουσες το Δεκέμβριο του 1975, το κοινό το αντιμετώπισε με αμηχανία. Η πλοκή, που βασίζεται στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Ουίλιαμ Θάκερεϊ, παρακολουθεί την περιπετειώδη ζωή του Ιρλανδού Ρέντμοντ Μπάρι, ο οποίος με πονηριά και μοιρογράφημα ανεβαίνει τα σκαλιά της κοινωνικής ιεραρχίας του 18ου αιώνα, για να πέσει στο τέλος με πάταγο. Ωστόσο, το φιλμ κρίθηκε από πολλούς ως αργό και άψυχο, ενώ η ερμηνεία του Ράιαν Ο’Νιλ, στον κεντρικό ρόλο, θεωρήθηκε επιφανειακή.
Οι κριτικοί της εποχής συνέκριναν το Barry Lyndon με ένα καλαίσθητο λεύκωμα ή μια ατέλειωτη διαδρομή σε σκονισμένα μουσεία τέχνης, κάνοντας σαφές ότι η ταινία δεν ενθουσίασε το κοινό του 1975. Το όραμα του Κιούμπρικ για ένα σινεμά όπου κάθε σκηνή έχει τον χρόνο να «αναπνεύσει», όπου η κινηματογράφηση είναι εξαιρετικά προσεγμένη και η διήγηση υπομονετική, δεν ταίριαζε με τα ρεύματα της εποχής, που προτιμούσαν πιο γρήγορες και έντονες αφηγήσεις.
Όμως ο χρόνος έδειξε ότι το Barry Lyndon δεν ήταν απλά μια ωραία εικόνα. Αντίθετα, πρόκειται για ένα φιλμ βαθιά πολυεπίπεδο, με μια άγρια και αποστασιοποιημένη ματιά στην ανθρώπινη φύση και την κοινωνική πραγματικότητα. Ο Μπάρι δεν είναι ο κλασικός ήρωας. Είναι ένας καιροσκόπος, απατεώνας, ένας άνθρωπος χωρίς ηθικές αναστολές, που παίζει τα πάντα με στόχο την επιβίωση και την ανέλιξη. Η απουσία σαφούς ηθικής κρίσης και η ψυχρή απόσταση με την οποία ο Κιούμπρικ παρουσιάζει τα γεγονότα προκαλούν τον θεατή να αμφισβητήσει τα καθιερωμένα πρότυπα καλού και κακού.
Την ίδια στιγμή, η αισθητική του έργου είναι κάτι παραπάνω από εντυπωσιακή: γυρισμένη με φυσικό φωτισμό, συχνά μόνο από κεριά, η ταινία αποτυπώνει την Ευρώπη του 18ου αιώνα με λεπτομέρεια που πλέον θεωρείται αξεπέραστη. Το τοπίο, οι εσωτερικοί χώροι, οι στολές, τα αντικείμενα – όλα είναι ένα αριστούργημα σκηνογραφίας που συνδυάζει το ιστορικό βάθος με μια ανεξήγητη μαγεία.
Παρά τις αντιξοότητες, το Barry Lyndon άντεξε και κέρδισε τον σεβασμό με το πέρασμα των χρόνων. Σε πρόσφατες λίστες με τις καλύτερες ταινίες όλων των εποχών, όπως αυτή του περιοδικού Sight and Sound, κατατάσσεται σε περίοπτη θέση, ενώ σημαντικοί σκηνοθέτες, όπως ο Μάρτιν Σκορσέζε, δηλώνουν ότι είναι η ταινία του Κιούμπρικ που επανέρχεται ξανά και ξανά.
Η ιστορία της αποδοχής του Barry Lyndon είναι μια υπενθύμιση ότι η πραγματική τέχνη δεν κρίνεται από την πρώτη εντύπωση. Μια ταινία που θεωρήθηκε αποτυχημένη και βαρετή μπορεί να εξελιχθεί σε σύμβολο κομψότητας, βάθους και κινηματογραφικής τελειότητας. Η νέα, αποκατεστημένη κόπια που κυκλοφορεί φέτος προσφέρει την ευκαιρία σε μια νέα γενιά θεατών να ανακαλύψει το μεγαλείο αυτού του έργου.
Τελικά, το Barry Lyndon δεν είναι απλά μια ταινία εποχής. Είναι μια ανελέητη ματιά στην ανθρώπινη φύση, στο παιχνίδι της εξουσίας και του ψεύδους, μια ταινία που έχει καταφέρει να επιβιώσει του ίδιου του ήρωά της και να παραμείνει αέναα συναρπαστική.