Μια τοπιογραφία πνιγηρή, ένας ουρανός θολός, και μια ατμόσφαιρα αποπνικτικής αβεβαιότητας συνθέτουν τον κόσμο της τελευταίας νουβέλας του Μιχάλη Μακρόπουλου. Το σκηνικό ορίζεται από έναν επίμονο νοτιά και από την πανταχού παρούσα άμμο που κατακλύζει αθόρυβα τα πάντα – όχι μόνο ως φυσικό φαινόμενο, αλλά και ως μεταφορά για κάτι βαθύτερο. Ο θέμα της νουβέλας, ξεκινώντας με αποσιωπητικά, παραπέμπει σε ένα τέλος μάλλον παρά σε αρχή, σε μια διήγηση που έχει ήδη διαβεί το κατώφλι της απώλειας.
Ο συγγραφέας μάς μεταφέρει στην καθημερινότητα μιας οικογένειας –πατέρας, μητέρα, παιδιά– που κατοικεί σε ένα τοπίο εμποτισμένο από μια σιωπηλή απειλή. Οι χαρακτήρες κινούνται με ρυθμούς ωσπεράν τελετουργικούς, οι διάλογοι λιτοί, το υπόστρωμα όμως γεμάτο φόβο και προαίσθημα. Ο πατέρας, που αφηγείται την ιστορία, μοιάζει να νιώθει περισσότερο απ’ όλους το βάρος της επικείμενης αλλαγής· είναι αυτός που παρατηρεί, αναλύει και τελικά καταγράφει, με πλήρη επίγνωση του αόρατου κινδύνου.

Αντίθετα, η μαμά αντιμετωπίζει την πραγματικότητα με γαλήνια αποδοχή. Η στάση της είναι πιο γειωμένη, ωσπεράν αρχέγονη, και ο χρόνος γι’ αυτήν κυλά αλλιώς – σαν να μην υπάρχει αν δεν του δώσει η ίδια σημασία. Σε αυτό το φαινομενικά απλό οικογενειακό πορτρέτο παρεμβάλλεται ένας διακεκριμένος «χορός»: οι γάτες. Παρουσιαζόμενες σαν αρχαιοελληνικός χορός σε τραγωδία, υποβάλλουν με την παρουσία τους μια αντίληψη μυστηρίου και γνώσης που ξεπερνά τη λογική του ανθρώπου.
Η ενειπή στο έργο δεν είναι ποτέ ρητή. Είναι η αντίληψη του τέλους, η φθορά που έρχεται αργά αλλά αναπόφευκτα. Κάποιες φράσεις επανέρχονται στον νου του πατέρα σαν χρησμοί, με κυριότερη: «Το ’χαμε πάρει, όμως, απόφαση». Φράση που μόνο εκείνος κατανοεί στην πλήρη της διάσταση. Ο στοχασμός για τη ζωή και το αναπόφευκτο πέρας της διατρέχει ολόκληρο το κείμενο.
Το εξώφυλλο, λεπτομέρεια από τον πίνακα «Creation» του Diego Rivera, λειτουργεί συμπληρωματικά στη θεματική του βιβλίου. Μια σκηνή δημιουργίας, όπου τα πάντα γεννιούνται από το χέραβος για να επιστρέψουν πάλι εκεί. Η άμμος δεν είναι μόνο σύμβολο θανάτου, αλλά και υπενθύμιση του κύκλου: από τη ζωή στο τέλος και πίσω.
Σε αυτό το πλαίσιο, ο Μακρόπουλος εισάγει το ιερό βιβλίο των Κιτσέ Μάγια, το Πόπολ Βου, εμπλουτίζοντας το φιλοσοφικό υπόβαθρο του έργου. Η παρουσία του υπενθυμίζει πως η ανθρώπινη συνείδηση χτίζεται μέσα από την κατανόηση της φθοράς, όχι μόνο όταν αντιμετωπίζει το θάνατο, αλλά επιπλέον και ενόσω ζει.
Η νουβέλα κινείται ανάμεσα σε 2 υπενθυμίσεις: memento mori και memento vivere. Ο θάνατος, ως μόνιμη παρουσία, αντισταθμίζεται από τη ζωή που επιμένει, έστω μέσα από τη γραφή. Για τον αφηγητή, η γραφή είναι η μόνη πρωτοπειρία «αιωνιότητας» απέναντι στην παροδικότητα. Όχι ως παρηγοριά – το αντίθετο: σαν αδιάλειπτος επαναβεβαίωση ότι η άμμος, εμφανώς το τέλος, δεν φεύγει ποτέ.
Η πρόζα του Μακρόπουλου, ποιητική και υπαινικτική, υπογραμμίζει τη λεπτή ισορροπία ανάμεσα στη βαρύτητα και την ελπίδα, το γήινο και το υπερβατικό. Ένα έργο που, μέσα από την φυσικότητα της γλώσσας του, κατορθώνει να αγγίξει το πιο σύνθετο: το αίνιγμα της ύπαρξης.
Με δεκατέσσερα βιβλία στο ενεργητικό του –εκ των οποίων τα έξι από τις εκδόσεις Κίχλη–, ο Μακρόπουλος αποτελεί σταθερή παρουσία στη σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία. Έργα του όπως Το δέντρο του Ιούδα, Μαύρο νερό (βραβευμένο διπλά το 2020), Η θάλασσα και Άρης, αποτυπώνουν τη συνεπή βάδιση του σε θεματικές υπαρξιακού προβληματισμού και φιλοσοφικής διάθεσης. Παράλληλα με τη συγγραφική του δραστηριότητα, εργάζεται ως μεταφραστής λογοτεχνίας και αρθρογραφεί σε περιοδικά.