H εξυπηρέτηση του θριλερικού είδους υπονομεύει την τραγωδία που φωλιάζει στον πυρήνα του «Buzzheart», ένα φιλμ που διαθέτει μια (ραγισμένη) μεγάλη καρδιά. Κυριολεκτικά και μεταφορικά.
Από τον Γιάννη Βασιλείου
Το «Johnny and Mary» του Ρόμπερτ Πάλμερ μιλά για έναν έρωτα γεμάτο σκαμπανεβάσματα, λόγω των διαφορών ανάμεσα στα εμπλεκόμενα μέρη. Μια ιστορία παλιά όπως ο χρόνος, καταδικασμένη να επαναλαμβάνεται, λόγω της ανημποριάς να αντισταθούμε στις (ακατ)ανόητες δυνάμεις της έλξης. Η διασκευή του από τον Μπράιαν Φέρι και τον Τοντ Ταργιέ συλλαμβάνει και αναδεικνύει ιδιοφυώς την επανάληψη, με ένα μοτίβο σε διαρκή λούπα και την βραχνή (πια) φωνή του Φέρι συμφιλιωμένη με την αναπόδραστη φύση της (της επανάληψης), φέρουσα την αποστασιοποίηση μιας πλήρως αφομοιωμένης πίκρας. Ίσως να μην είναι τυχαία ούτε η επιλογή του τραγουδιού για το σάουντρακ του «Buzzheart», ούτε το γεγονός ότι το screen που ακούγεται στο τέλος της ταινίας παραπέμπει σε εκείνο των Φέρι και Ταργιέ.
Πίσω από τους θριλερικούς μηχανισμούς της πλοκής, πίσω από την ιστορία μιας κοπέλας που θέλει να συστήσει στους γονείς της νεαρό που βρίσκει νόστιμο ως καινούργιο της αμόρε, κρύβεται μια ερωτική ιστορία ανάλογη εκείνης του «Johnny and Mary». Πολλοί παραλληλίζουν τη νέα ταινία του Ντένη Ηλιάδη (Hardcore, Last House connected the Left) με το «Get Out» και καταλαβαίνουμε γιατί, ίσως, όμως, να έχει περισσότερα κοινά με το «Ποιος Φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ». Γιατί έχουμε ένα ζευγάρι στο φθινόπωρο της σχέσης του, που συναντά ένα ζευγάρι στην άνοιξη του έρωτά του. Κι επειδή οι γονείς προβάλλουν στα παιδιά τα πάθη τους, θα διαγνώσουν στη σχέση των νέων τη δεύτερη ευκαιρία τους.
Μόνο αν αντιληφθείς νωρίς ποιον αφορούν οι περίεργες αυτές δοκιμασίες και γιατί αντιδρούν έτσι οι γονείς στα αποτελέσματα του υποψήφιου «γαμπρού», θα έχουν η εξέλιξη και η κατάληξη της ιστορίας τον ανάλογο συναισθηματικό αντίκτυπο. Είναι κρίμα που ο σκηνοθέτης είδους μέσα στον Ηλιάδη κάνει ότι μπορεί για να σε αποπροσανατολίσει, ποντάροντας τα ρέστα του στην αποκάλυψη του μυστικού. Είναι κρίμα που η ανάγκη της πρόκλησης φέρνει αυτή την εισαγωγή και δίνει στον νεαρό ήρωα τη διάσταση ενός τρομερά ερεθισμένου νεαρού, αντί για εκείνη ενός ερωτοχτυπημένου – κι ας απαντά στο κλασικό ερώτημα μερίδας του κοινού «μα γιατί δεν φεύγει». Είναι κρίμα που οι απόπειρες θριλερικής αμηχανίας προκύπτουν... αμήχανες κι αφήνουν έκθετο το καστ – αποκάλυψη, όμως, η Κωνσταντίνα Μεσσήνη, ελπίζεις οι κινηματογραφιστές μας να την ανακαλύψουν και να την αξιοποιήσουν. Είναι κρίμα που η εξυπηρέτηση του είδους και η επεξήγηση της ίντριγκας προκρίθηκαν έναντι της ερωτικής τραγωδίας και της υπόνοιας, αν και υπάρχει ένα καταπληκτικό panάρισμα στη σκηνή της πρώτης μεγάλης αποκάλυψης, που μας δίνει να καταλάβουμε μέσω της εικόνας αυτό που συνέβη, λίγα λεπτά πριν το εξηγήσουν αχρείαστα και οι χαρακτήρες. Και κάνουμε λόγο για κρίμα, δηλαδή για αμαρτία, επειδή πίσω από ένα κοινότοπο σαββατοκύριακο τρόμου, το «Buzzheart» κρύβει μια ραγισμένη μεγάλη καρδιά. Μεταφορικά και κυριολεκτικά.