Γιατί μεταξύ όλων των ανθρώπων που συναντάμε καθημερινά, επιλέγουμε τον ή τη συγκεκριμένο-η ως ερωτικό-ή σύντροφο και όχι κάποιο άλλο άτομο; Τι γνωρίζουμε για τους εγκεφαλικούς-βιοψυχολογικούς μηχανισμούς αυτής της «επιλογής» μας και από ποιους κοινωνικούς-πολιτισμικούς παράγοντες επηρεάζεται; Υπάρχουν τελικά κάποια ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, τα οποία οφείλει να διαθέτει ένα άτομο για να καταφέρει να μας σαγηνεύσει ερωτικά; Και αν ναι, ποια είναι αυτά;
Οπως ισχύει για τα περισσότερα θηλαστικά, οι άνθρωποι αφιερώνουν πολύ χρόνο στην προετοιμασία και την ικανοποίηση των ερωτικών τους αναγκών, αφού η ικανοποίησή τους αποτελεί την προϋπόθεση για την επιτυχή αναπαραγωγή τους. Γεγονός που από μόνο του αποκαλύπτει τη μεγάλη σπουδαιότητα που έχει το σεξ στη ζωή μας. Καμιά έκπληξη, λοιπόν, για το γεγονός ότι πίσω από τις περίπλοκες και χρονοβόρες ερωτοτροπίες που οδηγούν στην πολυπόθητη σεξουαλική συνεύρεση δύο ανθρώπων, κρύβονται «ενδογενείς» βιολογικοί παράγοντες που απαιτήθηκαν εκατοντάδες χιλιάδες χρόνια για να διαμορφωθούν.
Στην επιστημονική διερεύνηση των βιοχημικών και νευρολογικών προϋποθέσεων της ερωτικής συμπεριφοράς μας έχει συντελεστεί τις τελευταίες δεκαετίες μια μικρή επανάσταση. Και μολονότι έχει γίνει πλέον της μόδας να βλέπουμε παντού «επαναστάσεις» στην επιστήμη και την τεχνολογία, όταν στην πραγματικότητα έχει επέλθει μόνο κάποια μικρή πρόοδος, στη συγκεκριμένη περίπτωση πρόκειται όντως για μια ριζική αλλαγή της οπτικής μας γωνίας: αφού αναζητάμε την έδρα της ερωτικής μας συμπεριφοράς στις δομές του εγκεφάλου και όχι πλέον στην καρδιά ή την ψυχή των εραστών. Γεγονός που επιβεβαιώνεται από την αναθεώρηση πολλών κοινωνικών προκαταλήψεων και ιατρικών πρακτικών, που είχαν διαμορφωθεί από τις προηγούμενες, ιδεολογικά βεβαρημένες προκαταλήψεις μας γύρω από το σεξ.
Για παράδειγμα, σήμερα θεωρείται αναμφισβήτητο ότι η ένταση της σεξουαλικής ηδονής, δηλαδή η σφοδρότητα των ερωτικών συναισθημάτων που βιώνουμε, αποτελεί την έκφραση του τυπικά ανθρώπινου ερωτισμού, που ρυθμίζεται και εξαρτάται από ορισμένους, εν πολλοίς, γνωστούς βιοχημικούς παράγοντες. Οι οποίοι δρουν -άλλοτε ενεργοποιητικά και άλλοτε κατασταλτικά- πάνω σε συγκεκριμένα νευρολογικά κυκλώματα στο εσωτερικό του εγκεφάλου μας. Επιπλέον, είναι επαρκώς επιβεβαιωμένο ότι αυτά τα ερωτικά ρυθμιστικά μόρια επηρεάζουν διαφορετικά τις ανατομικές και λειτουργικές εγκεφαλικές δομές που καθορίζουν τη σεξουαλική συμπεριφορά ανδρών και γυναικών.
Συνεπώς, οι γονιδιακές-βιολογικές παράμετροι της τυπικά ανθρώπινης ερωτικής συμπεριφοράς μόνο εν μέρει μπορούν να επηρεάζονται από τους πρόσκαιρους και ευμετάβλητους «εξωγενείς» παράγοντες. Εκπληξη, αντίθετα, προκαλεί το τεράστιο χρονικό διάστημα που μεσολάβησε μέχρι να αναγνωρίσουμε (επιστημονικά) και να αποδεχτούμε (κοινωνικά) την πραγματική φύση των παραγόντων που σε τελευταία ανάλυση διαμορφώνουν τα ερωτικά μας ήθη και πάθη.
Από την ερωτική μαγεία στη βιοχημική εντροπία
Απ’ ό,τι φαίνεται, σε λίγα χρόνια, στο λήμμα «έρωτας» των ενημερωμένων επιστημονικά λεξικών θα διαβάζουμε: «Σφοδρή αλλαγή της εγκεφαλικής δραστηριότητας που προκαλείται από την έκλυση μεγάλης ποσότητας ειδικών νευροδιαβιβαστών με άμεσο στόχο την επίτευξη της ερωτικής πράξης, η οποία έχει ως απώτερο στόχο την προώθηση της αναπαραγωγικής λειτουργίας». Εχετε κάθε δικαίωμα να θεωρήσετε αυτόν τον ορισμό κάπως «άχρωμο», ελάχιστα ποιητικό, ή ενδεχομένως υπερβολικά «περιοριστικό», όχι όμως και ανακριβή.
Αν δεν ανήκετε στην ιδιόρρυθμη κατηγορία των ανθρώπων που απορρίπτουν, εντελώς αυθαίρετα, τις πιο πρόσφατες κατακτήσεις της νευροεπιστήμης σχετικά με την περίπλοκη βιο-ψυχολογική ερωτική συμπεριφορά μας, τότε οφείλετε να παραδεχτείτε ότι αυτός ο αναμφίβολα «ψυχρός» ορισμός συνοψίζει ικανοποιητικά τις τρέχουσες επιστημονικές απόψεις σχετικά με τη λειτουργία του έρωτα, τουλάχιστον από τη «στενή» αλλά αντικειμενική σκοπιά των σύγχρονων βιο-ανθρωπολογικών νευροεπιστημών.
Πράγματι, από τις μέχρι σήμερα νευροβιολογικές έρευνες προκύπτει ότι, κατά τη μακρά εξελικτική ιστορία του είδους μας, ο εγκέφαλός μας ανέπτυξε τουλάχιστον τρία διαφορετικά -τόσο από λειτουργική όσο και από ανατομική άποψη- ερωτικά συστήματα που εξελίχθηκαν ώστε να διασφαλίζουν την ηδονή της σεξουαλικής πράξης και, μέσω αυτής, την επιτυχή αναπαραγωγή μας.
Το πρώτο εγκεφαλικό σύστημα σχετίζεται με τη σχεδόν ακαταμάχητη σεξουαλική έλξη που, ως γνωστόν, μας ωθεί στο να ζευγαρώνουμε ερωτικά. Το δεύτερο σύστημα είναι ένα ευρύ νευρωνικό δίκτυο που διευκολύνει και ενισχύει την ανάδυση του «ρομαντικού έρωτα», παρέχοντάς μας τα θετικά βιοχημικά κίνητρα της ηδονής, ώστε να αφιερώνουμε πολύ χρόνο και ενέργεια στον ή την ερωτικό-ή σύντροφό μας. Το τρίτο, ακόμα πιο πολύπλοκο εγκεφαλικό σύστημα, όταν και αν ενεργοποιηθεί, ενισχύει και διασφαλίζει τη μακροβιότητα της ερωτικής σχέσης.
Μάλιστα, όπως όλα δείχνουν, τόσο η ιδιαίτερη λειτουργία όσο και η εξειδικευμένη επίδραση αυτών των εγκεφαλικών συστημάτων βασίζονται αποκλειστικά στη διαφοροποιημένη παραγωγή συγκεκριμένων εγκεφαλικών μορίων, κυρίως ορμονών και ειδικών νευροδιαβιβαστών που συνδιαμορφώνουν την εγκεφαλική ερωτική μαγεία. Για παράδειγμα, έχει επιβεβαιωθεί ότι η ακατανίκητη ερωτική έλξη που νιώθουμε για κάποιον ή κάποια εξαρτάται άμεσα από την εκρηκτική παραγωγή μεγάλων ποσοτήτων τεστοστερόνης, ενώ η έκσταση που βιώνουμε κατά τη διάρκεια των ερωτικών μας περιπτύξεων καθορίζεται πρωτίστως από την ποσότητα ντοπαμίνης που εκκρίνεται στον εγκέφαλό μας, σε συνδυασμό με τα χαμηλά επίπεδα σεροτονίνης.
Επίσης, από πλήθος ερευνών προκύπτει ότι τόσο η επιτυχία των πρόσκαιρων σεξουαλικών συνευρέσεων όσο και η μετεξέλιξή τους σε πιο μόνιμη και ανθεκτική στον χρόνο ερωτική σχέση εξαρτώνται και επηρεάζονται πάντα από την αυξημένη συγκέντρωση και τη σταθερή παραγωγή δύο άλλων ερωτικών ορμονών: της ωκυτοκίνης στις γυναίκες και της βασοπρεσίνης στους άνδρες.
Παρ’ όλα αυτά, κατά κανόνα, ύστερα από 18 ή το πολύ 30 μήνες από την πρώτη ερωτική επαφή, ο εγκέφαλος των ενήλικων εραστών έχει πια «μπουχτίσει» από την επανάληψη και κυρίως από τη σταδιακή υποβάθμιση του ερωτικού κοκτέιλ των παραπάνω διεγερτικών ορμονών, και έτσι δεν αντιδρά πλέον εξίσου ενεργητικά.
Σε αυτήν την αποφασιστική καμπή κάθε ερωτικής σχέσης τα περισσότερα ζευγάρια χωρίζουν, πιθανότατα λόγω της ερωτικής βιοχημικής «εντροπίας», η οποία οφείλεται, μεταξύ άλλων, στις μονότονα επαναλαμβανόμενες σεξουαλικές πρακτικές!
Και τότε οι ερωτικά βαριεστημένοι εραστές αρχίζουν την αναζήτηση νέων ερωτικών συντρόφων, ικανών να ενεργοποιήσουν εκ νέου τα τρία εγκεφαλικά συστήματα, που δημιουργούν τις αντίστοιχες -άκρως διεγερτικές- φάσεις μιας ερωτικά ικανοποιητικής σχέσης. Μολονότι, ό,τι περιγράψαμε ως ερωτική εντροπία, δηλαδή η φθίνουσα πορεία του ερωτικού ενδιαφέροντος, αποτελεί τον κανόνα σε μια μακροχρόνια ερωτική σχέση, υπάρχουν και εξαιρέσεις: αρκετά ζευγάρια καταφέρνουν να διαχειριστούν και να υπερβούν από κοινού την ερωτική τους ανία και να μείνουν μαζί για πολύ μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, ίσως για πάντα.

Η πολλή επιστήμη σκοτώνει τον έρωτα;
Στο σημείο αυτό, κάποιοι αναγνώστες μπορεί να αντιτείνουν: «Μα, όλα αυτά ήταν ήδη γνωστά εμπειρικά, και μάλιστα από καιρό! Και επομένως οι νέες επιστημονικές ανακαλύψεις τίποτα δεν προσθέτουν στις προαιώνιες ερωτικές πρακτικές μας». Η αντίρρηση αυτή, εντούτοις, παραβλέπει μια σημαντική λεπτομέρεια: ότι οι πιο σαφείς αναλύσεις των νευροβιολογικών προϋποθέσεων του ανθρώπινου ερωτισμού μάς αποκαλύπτουν -πειραματικά και κλινικά- ό,τι μέχρι χθες ήταν μόνο κάποιες αόριστες υποψίες και αναπόδεικτες εικασίες. Επίσης, η αντίρρηση αυτή υποβαθμίζει μία ακόμα πιο αξιοσημείωτη διαφορά: η πολύ πρόσφατη κατανόηση των εγκεφαλικών μηχανισμών που ρυθμίζουν τη σεξουαλική μας συμπεριφορά έχει ανοίξει, για πρώτη φορά, τον δρόμο για τη στοχευμένη και επιλεκτική θεραπεία ή την κατά βούληση τροποποίηση της ανθρώπινης σεξουαλικότητας.
Το εύλογο ερώτημα και η αγωνία, μετά από όλες αυτές τις επιστημονικές εξελίξεις, είναι τι θα απομείνει από το ρομαντικό ερωτικό πάθος, αυτό το μυστηριώδες, πολύτιμο και πανανθρώπινο συναίσθημα, που το έχουν εξυμνήσει με το εμπνευσμένο έργο τους τόσοι καλλιτέχνες και ποιητές; Δεδομένου ότι το μεγαλύτερο «μυστήριο» στις ανθρώπινες ερωτικές σχέσεις, δηλαδή η επιθυμία να υπερβούμε τον εαυτό μας μέσα από την ερωτική μας σχέση με τον άλλο, αναλύεται πλέον εργαστηριακά και ανάγεται στην «ανούσια» μηχανική των βιομορίων του εγκεφάλου μας.
Μήπως, εν τέλει, έχουν δίκιο όσοι ισχυρίζονται ότι η ορθολογική ανάλυση και η ρεαλιστική προσέγγιση της σεξουαλικής συμπεριφοράς από την επιστήμη σκοτώνουν τον έρωτα; Μάλλον όχι! Το σφάλμα που διαπράττουν συστηματικά τόσο οι αυτόκλητοι ιππότες του έρωτα όσο και οι πεφωτισμένοι επιστημονικά αναγωγιστές είναι ότι συγχέουν τα ερωτικά βιώματα και τα πάθη μας με τους μηχανισμούς που τα παράγουν. Λες και το να γνωρίζει κανείς τους μηχανισμούς της πέψης σημαίνει ότι έχει χάσει τη δυνατότητα να απολαμβάνει τα θεσπέσια εδέσματα ή, αντιστρόφως, ότι η ικανότητα να απολαμβάνει τα εδέσματα εξαρτάται αποκλειστικά και μόνο από το αν γνωρίζει επακριβώς τη λειτουργία των πεπτικών ενζύμων!
Με άλλα λόγια, φαίνεται πως είμαστε από τη φύση μας προγραμματισμένοι αφενός να δημιουργούμε σεξουαλικές σχέσεις και αφετέρου να βιώνουμε ως ζωτική μας ανάγκη τα ερωτικά πάθη που αυτές οι σχέσεις δημιουργούν. Ωστόσο, πέρα από τα εφήμερα ερωτικά πάθη και παθήματα, η διαχρονική αξία των ερωτικών απολαύσεών μας είναι ότι διασφαλίζουν την αναπαραγωγή μας ως άτομα και εγγυώνται την επιβίωσή μας ως είδος.
Εντέλει, ίσως η αλχημεία του έρωτα να υπερβαίνει τη χημεία του εγκεφάλου που την παράγει. Οσο τέλεια κι αν κατανοήσουμε τους εγκεφαλικούς μηχανισμούς του έρωτα, αυτός, εκ φύσεως και εξ ανάγκης αποπλανητής, πάντα θα μας διαφεύγει. Και αυτό όχι για κάποιους υπερφυσικούς λόγους, αλλά εξ αιτίας της βαθύτερης βιοψυχολογικής σημασίας και της δημιουργικότητας του ερωτικού ξελογιάσματος.