Κι αυτό το ανείπωτο, αυτή τη λεπταίσθητη και αισθαντική ενδοσκόπηση προτάσσει και αναδεικνύει ο Γκόνης στο βιβλίο του, με γλώσσα που πάλλεται από ζωντάνια και ύφος χαμηλόφωνο και υποβλητικό, με λέξεις που ρέουν αβίαστα, χωρίς φραγμούς, αποτυπώνοντας τις πολλαπλές όψεις και την κρυφή μουσικότητα αυτού του κόσμου, όπως τα κύματα που ανακαλεί η αινιγματική περσόνα του∙ με λόγο που δομείται ελεύθερα και χωρίς τυπική στίξη και παραγράφους, συγκροτώντας ένα λυρικό, θεατρογενές και πολύπτυχο πεζοποίημα
Στο Κάποια στιγμή θα μάθετε ποιος είμαι, ο Θοδωρής Γκόνης ολοκληρώνει ένα υπαρξιακό ψυχογράφημα, με κυρίαρχα τα στοιχεία της ποίησης και της φαντασίας. Στο βιβλίο του, μια ευαίσθητη, ενδοστρεφής και λίαν αισθαντική γυναίκα μιλά για έναν άγνωστο που της τηλεφωνούσε αδιάλειπτα επί μία δεκαετία. Η περιγραφή του άγνωστου επικεντρώνεται στους τρόπους του («προσεχτικός», «αστείος», «ευγενικός»), εμμένοντας στον τόνο, το ύφος και τη χροιά της φωνής του∙ μια φωνή που η αφηγήτρια τη χαρακτηρίζει «ζεστή», «αρρενωπή», «διακριτική» και ταυτόχρονα αντιφατική: «πιπέρι» και «ζάχαρη», «αλάτι» και «μελωδία».
Στον ασθματικό μονόλογό της μας πληροφορεί ότι ο άντρας, παρά την υπόσχεση που κάθε φορά της έδινε ότι κάποτε θα της έλεγε ποιος ήταν, τελικά την εγκατέλειψε χωρίς να της αποκαλύψει την ταυτότητά του ή τον δεσμό που πιθανόν τους ένωνε. Στις καθημερινές συνομιλίες τους, την αντιμετώπιζε με ευγένεια αλλά και με μια δόση σκληρότητας, αφού δεν της είχε ποτέ τηλεφωνήσει βράδυ ή στο μέσο της νύχτας, τότε που η μοναξιά και οι ώρες της αϋπνίας της ήταν αφόρητες. Εν τούτοις, ικανοποιούσε την ανάγκη της για επαφή, λειτουργώντας παρηγορητικά. Πλέον, δύο χρόνια μετά την εξαφάνισή του, αν και υποφέρει από την έλλειψή του, περιγράφει τις εμπειρίες και τα συναισθήματά της σε έναν κόσμο όπου η φύση, η σιωπή και η φαντασία συνυπάρχουν.
«Από μικρή δεν είχα το θάρρος, ήμουνα συνεσταλμένη, δεν μιλούσα με αγνώστους, το απέφευγα, μόνο στη θάλασσα ξανοιγόμουν, εκεί έβρισκα και το θάρρος και τα λόγια και τις λέξεις, μιλούσα καθαρά, μελωδικά, τραγουδιστά, σαν το πουλάκι της αυγής πάνω στο σύρμα, και ένα μικρό ψεύδισμα που είχα χανόταν, και ένα τραύλισμα και μια ταχυλογία της ντροπής και αυτή χανόταν, την έπαιρνε το κύμα μακριά […]» (σελ. 9). Η πρώτη αυτή φράση στο βιβλίο του Γκόνη -«από μικρή δεν είχα το θάρρος»- δείχνει την εσωστρέφεια και τη συστολή που την παίδευαν από παιδί. Ομως, σταδιακά, μέσ’ από τον χειμαρρώδη λόγο της, μας αποκαλύπτεται μια άλλη γυναίκα, μια γυναίκα που καταφέρνει να δει αλλιώς τον εαυτό της και να χτίσει ένα γερό «εγώ», έπειτα από επίπονη ενδοσκόπηση και τη βαθιά σύνδεσή της με τη θάλασσα, τα πράγματα και τη φύση.
Στη μοναξιά της, η ανάμνηση της θάλασσας παίρνει μυθικές διαστάσεις, γίνεται φωλιά και κουκούλι, καταφύγιο, χώρος οικείος και θεραπευτικός. Θυμάται ότι η δυσκολία που είχε στο βάδισμα και στην ομιλία -ψεύδισμα, τραύλισμα, ταχυλογία- εξαλειφόταν όταν κολυμπούσε μέσα της. «Μόνο στη θάλασσα ξανοιγόμουν», καταθέτει, με το ρήμα «ξανοιγόμουν» να φέρει διπλή σημασία, παραπέμποντας όχι μόνο στη σωματική αλλά και στην ψυχική της απελευθέρωση. Ομως, η θάλασσα, παρά τη σαγήνη που ασκούσε μέσα της, εκτός από μητρική αγκαλιά, ήταν και μια δύναμη που την έφερνε αντιμέτωπη με τη θλίψη∙ μια φαντασίωση που την έσπρωχνε σε σκληρή αντιπαράθεση ανάμεσα στο προσωρινό και το μόνιμο. Η ανακούφιση που ένιωθε όταν βρισκόταν στο νερό ήταν προσωρινή∙ όταν απομακρυνόταν, η κοινωνική απομόνωση, η γλωσσική παράλυση, η ντροπή και ο φόβος επανέρχονταν.
Κάτι ανάλογο φαίνεται να βίωνε και με τον άγνωστο συνομιλητή της, τον οποίο σκιαγραφεί με έναν εσωτερικό και εξόχως αισθησιακό τρόπο. Στη θάλασσα έβρισκε τη φωνή της, ενώ στο τηλέφωνο ανακάλυπτε μια φωνή που επιδρούσε πάνω της καταλυτικά και αμφίρροπα. Η επαφή με τη φωνή του ξένου ήταν ένας νέος δίαυλος επικοινωνίας∙ πηγή του έρωτα, της συντροφικότητας, της ελευθερίας∙ πεδίο σύνδεσης αλλά και ματαίωσης. Δεν είχε συγκεκριμένη υπόσταση, «σαν να ερχόταν από μια άλλη υγρασία», λέει χαρακτηριστικά, υποδηλώνοντας ότι μπορεί και να μην υπήρχε∙ μπορεί η φωνή αυτή, όπως και ο άγνωστος, να ήταν προϊόντα του μυαλού της ή ενός άφυλου, ίσως και ανύπαρκτου, κόσμου. Ενός κόσμου ρευστού και άσαρκου, που κατόρθωνε να ορίσει και να δώσει νόημα στην ψυχή της μέσ’ από τα θραύσματα του παρελθόντος και την επίδραση του ανείπωτου.
Κι αυτό το ανείπωτο, αυτή τη λεπταίσθητη και αισθαντική ενδοσκόπηση προτάσσει και αναδεικνύει ο Γκόνης στο βιβλίο του, με γλώσσα που πάλλεται από ζωντάνια και ύφος χαμηλόφωνο και υποβλητικό, με λέξεις που ρέουν αβίαστα, χωρίς φραγμούς, αποτυπώνοντας τις πολλαπλές όψεις και τη κρυφή μουσικότητα αυτού του κόσμου, όπως τα κύματα που ανακαλεί η αινιγματική περσόνα του∙ με λόγο που δομείται ελεύθερα και χωρίς τυπική στίξη και παραγράφους, συγκροτώντας ένα λυρικό, θεατρογενές και πολύπτυχο πεζοποίημα∙ ένα αρραγές κείμενο, που διαβάζεται απνευστί, χαρίζοντάς μας υψηλή αισθητική απόλαυση και μια γλυκιά και κάπως μελαγχολική επίγευση.