«Μερικές φορές, όταν ένας πολιτικός ηγέτης νιώθει ότι είναι κυρίαρχος και πανίσχυρος, χάνει το μέτρο. Η έπαρση, η οποία ξεπηδά από την αλαζονεία, είναι πάντα επικίνδυνη. Μπορεί να καταλήξει σε μια κατάσταση που θα έχει σοβαρό κόστος. Μέχρι σχετικά πρόσφατα, ο Κυριάκος Μητσοτάκης διήνυε μια διαδρομή που θα τον οδηγούσε –όπως πίστευε– στην απόλυτη κυριαρχία. Οι κομματικοί ανταγωνιστές του είτε κατέρρεαν (Τσίπρας) είτε δυνάμωναν κάπως, αλλά σε χαμηλά σκαλοπάτια (Ανδρουλάκης). Τα ποσοστά του έφτασαν το 39% και σκαρφάλωσαν λίγο πάνω από το 40%. Από εκεί και πέρα όμως, αδυναμίες, αστοχίες και αλαζονεία έφεραν αυτοτραυματισμούς. Με κορυφαίους την τραγωδία των Τεμπών. Ο Μητσοτάκης πίστεψε στην ακλόνητη κυριαρχία του. Χάνοντας όμως την πυξίδα του. Δεν μπορούσε να φανταστεί ότι μια μητέρα που θα έχανε την κόρη της στην τραγωδία των Τεμπών θα μετατρεπόταν στον απόλυτο πολιτικό τιμωρό του. Χωρίς περιστροφές. Επρόκειτο για τη Μαρία Καρυστιανού. Μια συνταρακτική μορφή.
Η άνοδος και κυριαρχία του Κυριάκου Μητσοτάκη αποτελούσε σε μεγάλο βαθμό όπλο του, προσεγγίζοντας το εντυπωσιακό 40%. Ταυτόχρονα, ο ΣΥΡΙΖΑ έμπαινε σε τροχιά σχεδόν αποσύνθεσης, καθώς ο Τσίπρας θα παραιτούνταν από την ηγεσία του. Από εκεί και πέρα, φυσικά, ο Μητσοτάκης δεν είχε πλέον ουσιαστικό αντίπαλο. Καθώς ο μόνος ανταγωνιστής του ήταν ο Ανδρουλάκης, που έφερε αγκομαχώντας το ΠΑΣΟΚ στον ρόλο μιας χλομής αξιωματικής αντιπολίτευσης. Νέα ταλέντα δεν έχουν ακόμη ξεχωρίσει και κάποιοι βετεράνοι έχουν ισχνή πολιτική βαρύτητα. Ομως η τραγωδία των Τεμπών, συν η παρουσία και ακτινοβολία της Καρυστιανού, ακριβώς διότι αυτή δεν αποτελούσε πολιτικό πρόσωπο, θα ήταν τελικά η μόνη πραγματική απειλή για τον Μητσοτάκη. Καθώς το κατακερματισμένο πολιτικό προσωπικό κυριαρχούνταν από ασημαντότητες. Φυσικά, το «φαινόμενο Καρυστιανού» ήταν κυριολεκτικά καταλυτικό. Η απόλυτα κυρίαρχη και τιμωρός ήταν ό,τι πιο συνταρακτικό ως καταλυτική παρουσία.
Δεν είναι σπάνιο φαινόμενο, όταν ένας πολιτικός ηγέτης αισθάνεται απόλυτα κυρίαρχος, να χάνει το μέτρο και να διολισθαίνει σε σοβαρούς αυτοτραυματισμούς. Αυτό θα συνέβαινε με τον Κυριάκο Μητσοτάκη. Από την ώρα που θα κατέρρεε ο Τσίπρας και ο ΣΥΡΙΖΑ θα οδηγούνταν σε αποσύνθεση, ο Μητσοτάκης ήταν ο αδιαφιλονίκητος νικητής. Το φαινόμενο ενός πολιτικού ηγέτη, που ουσιαστικά έμενε μόνος και πανίσχυρος στο πολιτικό πεδίο, δεν ήταν ένδειξη υγείας. Σε τέτοιες περιπτώσεις, μια απόλυτη αίσθηση αλαζονείας του κυρίαρχου ηγέτη είναι ιδιαίτερα πιθανό να εκδηλωθεί. Αυτό τελικά συνέβη με τον Κυριάκο Μητσοτάκη. Και όλα στράβωσαν. Αλλωστε, θα περνούσαν δύο ολόκληρα χρόνια μετά την τραγωδία των Τεμπών και τους σχετικούς κυβερνητικούς χειρισμούς για να αρχίσει να χάνεται, αργά αλλά σταθερά, η απόλυτη κυριαρχία του Μητσοτάκη και της Νέας Δημοκρατίας. Τα Τέμπη ήταν ένα σημαντικότατο σταυροδρόμι. Καταλυτικό.
Υποθέτω ότι ένα ολόκληρο βιβλίο θα μπορούσε να γραφτεί για την τραγωδία των Τεμπών και τους κάκιστους χειρισμούς της κυβέρνησης Μητσοτάκη. Αυτό το έργο θα πρέπει να βρει πάντως τον κατάλληλο συγγραφέα του. Προσωπικά, θα είμαι τώρα αναπόφευκτα όσο πιο λιτός γίνεται. Ενα, πάντως, είναι βέβαιο: Αν και ο πρωθυπουργός της χώρας δεν διαθέτει κάποιον στιβαρό πολιτικό αντίπαλο, η εικόνα του, από τα Τέμπη και στη συνέχεια, θα καταγράφει πλέον σοβαρή φθορά. Μια τραγική μητέρα που έχασε τη μονάκριβη κόρη της στα Τέμπη θα αναδεικνυόταν σε αμείλικτο και δίκαιο τιμωρό. Καθώς τα τραύματα της κυβέρνησης Μητσοτάκη θα βάθαιναν. Και την έχουν πλέον σφραγίσει. Σε ένα σκηνικό που δεν διαθέτει πολιτικό ανταγωνιστή. Με την πολιτική ένδεια, συνολικά, να βασιλεύει. Τον Μητσοτάκη αποδυναμωμένο. Μετά βίας, κυρίαρχο. Με έντονη όμως φθορά. Σε μια, κυριολεκτικά, πολιτική έρημο.
Το επιτελείο του νυν πρωθυπουργού θα ήθελε πολύ να λησμονηθεί το πώς ο ίδιος αντέδρασε αρχικά στην τραγωδία των Τεμπών. Εσπευσε με ακλόνητη σιγουριά και περισσή επιπολαιότητα να αναφερθεί σε ένα «ανθρώπινο λάθος». Τούτο υποτίθεται πως οδήγησε στην τραγωδία. Ηταν, φυσικά, εύκολο να χρεωθεί ένα πρόσωπο –ο μηχανοδηγός– ένα «ατύχημα». Ο ίδιος ο Μητσοτάκης ήταν ο πρώτος που μετατόπισε όλες τις ευθύνες σε ένα απλό «ανθρώπινο λάθος»! Ενώ θα ακολουθούσαν κρίκοι αλυσιδωτών συγκαλύψεων.
Σταν Γκρίνμπεργκ
Από εκεί και πέρα, πάντως, αυτή η αποστροφή περί ενός «λάθους» κάπως μαθεύτηκε, καθώς παρενέβη ο Αμερικανός επικοινωνιακός σύμβουλος του πρωθυπουργού, ο Σταν Γκρίνμπεργκ, και τον προέτρεψε να μην επαναλάβει αυτόν τον ισχυρισμό. Ο Γκρίνμπεργκ δεν ήταν κάποιος τυχαίος. Είχα ακούσει πολλά και καλά γι’ αυτόν όταν βρέθηκα στην Αμερική για να συζητήσω με τα στελέχη της Sawyer-Miller Group, που τότε μεσουρανούσε στο επικοινωνιακό πεδίο, έχοντας ως στέλεχος τον Γκρίνμπεργκ προτού ο τελευταίος ιδρύσει τη δική του εταιρεία. Μάλιστα, το ότι κάποια στιγμή ο Μητσοτάκης θα διέκοπτε τη συνεργασία με τον Γκρίνμπεργκ, πιστεύω πως θα του κόστιζε πολιτικά στην επόμενη διαδρομή του.
(Για τον συγκεκριμένο επικοινωνιολόγο υπάρχουν σημαντικές αναφορές στο βιβλίο του James Harding, Alpha Dogs: The Americans who turned political spin into a global business όπου υπογραμμίζεται και η συνεργασία του με τον Αμερικανό πρόεδρο Μπιλ Κλίντον. Επίσης οι Γκρίνμπεργκ, Kάρβιλ και Σραμ θα πρωταγωνιστούσαν σε κρίσιμες εκλογές του Ισραήλ.)
Ενα, πάντως, στο σημείο αυτό είναι πιθανό: Ο Μητσοτάκης δεν μοιάζει να έθεσε στον Γκρίνμπεργκ ένα ερώτημα που αφορούσε το πώς θα χειριζόταν τον Κώστα Αχ. Καραμανλή, ο οποίος ήταν ο αρμόδιος υπουργός στην τραγωδία. Και τούτο είναι κρίσιμο διότι ο Μητσοτάκης όφειλε να εκπαραθυρώσει άμεσα τον πολιτικό αυτόν αντί να τον εντάξει εκ νέου στο επόμενο ψηφοδέλτιο της Ν.Δ., όπου μάλιστα θα επρώτευε! Αλλά βεβαίως, εκείνη την εποχή ο Μητσοτάκης ένιωθε απόλυτος κυρίαρχος. Πιστεύοντας πως δεν θα είχε πολιτικό κόστος από την τραγωδία των Τεμπών.
Σταδιακά, πάντως, έγινε σιγά σιγά αντιληπτό πως, αντί για διαφάνεια, υπήρχε σκοτεινή συγκάλυψη. Και αυτή η συγκάλυψη είχε οργανωθεί με κάθε τρόπο από την εξουσία και τους μηχανισμούς του κράτους. Οι μηχανισμοί –καθώς ήταν απόλυτα κυρίαρχη η κυβέρνηση Μητσοτάκη– αποτελούσαν για την εξουσία μια ισχυρή ασπίδα την οποία θα αξιοποιούσαν με κάθε τρόπο οι κυβερνώντες. Τουλάχιστον για κάποιο διάστημα.
Ο βασικός αντίπαλος του Μητσοτάκη σε πολιτικό επίπεδο, που θα ανέτρεπε τα δεδομένα, ήταν ένα απρόσμενο «φαινόμενο»: η Μαρία Καρυστιανού. Αυτή δεν είχε καμιά κομματική πρόσδεση. Με βάση όμως το πολιτικό σκηνικό, μια μη πολιτικός, συν μια φοβερή τραγωδία και οι τραγικοί κυβερνητικοί χειρισμοί αποτελούσαν τον πιο επικίνδυνο πολιτικό αντίπαλο του Μητσοτάκη. Ο οποίος, πάντως, έμοιαζε να είναι πολιτικά απόλυτα κυρίαρχος απέναντι σε αντιπολιτευόμενες φωνές που ήταν εξαιρετικά αδύναμες. Η Μαρία Καρυστιανού είχε χάσει την κόρη της στη φοβερή τραγωδία των Τεμπών. Οπου 57 άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους στις 28 Φεβρουαρίου 2023. Από εκεί και πέρα, η Καρυστιανού όρθωσε το ανάστημά της και, μένοντας μακριά από κομματικά σύνδρομα, θα μεταμορφωνόταν στην ηγετική μορφή όσων έχασαν τα παιδιά τους στα Τέμπη. Την ίδια ώρα, πάντως, θα διαχεόταν υπόγεια μια κυβερνητική προσέγγιση συγκάλυψης. Ενώ ένα σκιερό σύστημα λειτουργίας ενός σαθρού συστήματος θα οδηγούσε στη φοβερή τραγωδία.
Από εκεί και πέρα, η Καρυστιανού θα ήταν διαρκώς παρούσα, και κατόρθωσε να φωτίσει την τραγωδία και τις ευθύνες της κυβέρνησης Μητσοτάκη για το τι είχε συμβεί στα Τέμπη. Με εμμονή, συγκρότηση και στοιχεία ατράνταχτα, ανέδειξε τις ευθύνες μιας πανίσχυρης κυβέρνησης.
Τους «γκρέμισες»
Η πιο ισχυρή αντιπολίτευση της κυβέρνησης Μητσοτάκη θα ήταν λοιπόν η Μαρία Καρυστιανού. Αυτή θα ανέτρεπε ένα ολόκληρο πολιτικό σκηνικό το οποίο έως τότε φαινόταν ακλόνητο. Βήμα βήμα, η Καρυστιανού επικεντρωνόταν στον στόχο της: τις ευθύνες της κυβέρνησης Μητσοτάκη για τα Τέμπη και την τραγωδία τους. Μία προς μία, οι ασπίδες που επιστράτευε μια αρχικά πανίσχυρη κυβέρνηση άρχισαν να καταρρέουν. Ετσι, η εικόνα της κυβέρνησης ράγιζε διαρκώς. Η αντιπολίτευση, σε επίπεδο κομμάτων, ήταν, ούτως ή άλλως, ιδιαίτερα αδύναμη. Αλλωστε, μόνο ο Μητσοτάκης εμφανιζόταν ως ο «καταλληλότερος πρωθυπουργός» σε σύγκριση με τις κομματικές ηγεσίες της αντιπολίτευσης, όπως θα έδειχναν οι δημοσκοπήσεις. Παράλληλα, το πολιτικό τραύμα στην εικόνα Μητσοτάκη ράγιζε διαρκώς. Τα Τέμπη και η Καρυστιανού θα μεταμόρφωναν, όλο και εντονότερα, ένα πολιτικό σκηνικό που έως τότε ήταν υπό τον απόλυτο έλεγχο του πρωθυπουργού.
Η Μαρία Καρυστιανού και οι γονείς που είχαν χάσει τα παιδιά τους ήταν οι μόνες δυνάμεις οι οποίες θα μπορούσαν να αντιπαραταχθούν στην κυβέρνηση Μητσοτάκη. Η πρώτη μεγάλη κινητοποίηση έγινε απρόσμενα και η οργή και η έκτασή της άνοιξαν την πόρτα για ένα νέο πολιτικό σκηνικό. Η κοινωνία αιφνιδιάστηκε από την πανελλαδική κινητοποίηση για τα όσα σκιερά και σκοτεινά είχαν πηγή τους το «σύστημα εξουσίας» του Μητσοτάκη και της Ν.Δ. Οι μαζικές κινητοποιήσεις σε όλη την Ελλάδα προκάλεσαν τεράστια αίσθηση σε όλη την κοινωνία και αποτέλεσαν προειδοποίηση για τη θύελλα που ερχόταν. Η κυβέρνηση είχε αιφνιδιαστεί. Η φθορά της κυβέρνησης και του πρωθυπουργού είχε αποκτήσει κυρίαρχη δυναμική. Το μόνο που προστάτευε την εξουσία ήταν η τραγικά αδύναμη και ισχνή εικόνα όλης της αντιπολίτευσης.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης, αντιμέτωπος με την κυρίαρχη δημοφιλία της Καρυστιανού, έδωσε μια συνέντευξη στον Alpha στην οποία θα έκανε την περιβόητη αποστροφή προς την Καρυστιανού, ότι δηλαδή με ευαισθησία «σκύβει το κεφάλι» προς την ίδια και τον πόνο που έχει υποστεί. Η ευνοϊκή κίνηση δεν έπεισε βεβαίως. Ενώ ο δημοσιογράφος που πήρε τη συνέντευξη (ο Αντώνης Σρόιτερ) ήταν άψογος.
Η Μαρία Καρυστιανού, σχολιάζοντας τη συνέντευξη του Κυριάκου Μητσοτάκη, θα ήταν σκληρή στην απάντησή της: «Ο πρωθυπουργός που εμφανίστηκε να είναι εκείνος που πονάει περισσότερο από εμάς ήταν ακόμη πιο απογοητευτικός και πιο ένοχος». Για να προσθέσει: «Παρασύρθηκε δήθεν από την Πυροσβεστική και τη Hellenic Train ενώ ο ίδιος, το πρώτο 24ωρο, αλλά και έπειτα πάλι από τρεις εβδομάδες, έδινε συνεντεύξεις με σιγουριά και στόμφο διαβεβαιώνοντας προσωπικά όλους τους Ελληνες ότι τίποτα το παράνομο δεν υπήρξε». Και πρόσθεσε: «Αντί να σεβαστεί την κοινωνία, με θάρρος και υπευθυνότητα, που αρμόζει στον θεσμό που λέγεται πρωθυπουργός, να μιλήσει ειλικρινά, παρουσίασε τον εαυτό του ως δήθεν παραπλανημένο... φυλάσσοντας τα νώτα του και μεταθέτοντας τις ευθύνες δεξιά και αριστερά... Διαβεβαιώνοντας προσωπικά όλους τους Ελληνες ότι τίποτα παράνομο δεν υπήρξε και κατηγορώντας τους συγγενείς για θεωρίες συνωμοσίας περί δήθεν μπαζώματος και έκρηξης... Χθες ακούσαμε ξανά ψέματα για ευθύνες που δεν ανήκουν στον ίδιο αλλά σε άλλους. Ομως το ψέμα έχει κοντά πόδια».
Οργή λαού
Από εκεί και πέρα, θα ακολουθούσαν οι μεγαλειώδεις συγκεντρώσεις για τα Τέμπη σε όλη την Ελλάδα. Με κυρίαρχες τις νεαρές και μεσαίες ηλικίες. Αυτές, πάντως, είχαν τη διαύγεια και την αντίληψη να επισημάνουν πως η χώρα κυριαρχούνταν από ένα κάτω του μετρίου πολιτικό προσωπικό το οποίο και σφράγιζε τη διαδρομή της χώρας. Ενώ όσοι από τις νεότερες γενιές είχαν τις δυνατότητες και ικανότητες, θα επέλεγαν να ασκήσουν επαγγελματικές δραστηριότητες σε πιο προηγμένες κοινωνίες. Αλλωστε, η χώρα μας πορευόταν με τα φορτία των παθογενειών της.
Τέλος, σε σχέση με το πολιτικό προσωπικό μας και τις δομές της χώρας, ένα είναι σίγουρο: Διαχρονικές παθογένειες μας συνοδεύουν ως τοξικό φορτίο. Ενώ οι λίγες εξαιρέσεις που επιδιώκουν να μας προσφέρουν μια δυναμική και νέα διαδρομή παραμένουν φευγαλέες. Καθώς ασφυκτιούν στις παθολογικές δομές και λειτουργίες που προσδιορίζουν την πορεία μας. Ως ωμή πραγματικότητα. Που μας σέρνει μαζί της».