Για το 2025 η Ελλάδα υποχώρησε κατά τρεις θέσεις στη διεθνή κατάταξη ανταγωνιστικότητας που εκδίδει κάθε χρόνο το παγκοσμίου φήμης Business School IMD με έδρα τη Λωζάνη της Ελβετίας.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της «Παγκόσμιας Επετηρίδας Ανταγωνιστικότητας» (World Competitiveness Yearbook – WCY) του International Institute for Management Development (IMD), τα οποία δημοσίευσε ο Σύνδεσμος Βιομηχανιών Ελλάδος (ΣΒΕ), η Ελλάδα για το 2025 υποχώρησε σε όρους διεθνούς ανταγωνιστικότητας και βρίσκεται πλέον στην 50ή θέση μεταξύ 69 χωρών, από την 47η στην οποία βρισκόταν το 2024.
Η θέση της Ελλάδας στη διεθνή κατάταξη ανταγωνιστικότητας την πενταετία 2021-2025 υποχώρησε κατά τέσσερις (4) θέσεις, αφού το 2021 βρισκόταν στην 46η θέση και πλέον το 2025 βρίσκεται στην 50ή θέση. Η Ελλάδα για μια ακόμη χρονιά βρίσκεται στην τελευταία εικοσάδα των χωρών με τη χαμηλότερη ανταγωνιστικότητα παγκοσμίως.
Η Ελλάδα βρίσκεται υψηλότερα στην κατάταξη της «Παγκόσμιας Επετηρίδας Ανταγωνιστικότητας» του IMD, από τις ακόλουθες χώρες (ο αριθμός πριν τη χώρα δηλώνει τη θέση της συγκεκριμένης χώρας στην κατάταξη μεταξύ των 69 χωρών).
50. Ελλάδα
51. Φιλιππίνες
52. Πολωνία
53. Κροατία
54. Κολομβία
55. Μεξικό
56. Κένυα
57. Βουλγαρία
58. Βραζιλία
59. Μποτσουάνα
60. Περού
61. Γκάνα
62. Αργεντινή
63. Σλοβακία
64. Νότιος Αφρική
65. Μογγολία
66. Τουρκία
67. Νιγηρία
68. Ναμίμπια
69. Βενεζουέλα
Η υποχώρηση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας αποτιμάται σε σχέση με την πτώση της σε τρεις από τις τέσσερεις ομάδες δεικτών που μετρώνται με βάση τη μεθοδολογία εξαγωγής των αποτελεσμάτων της Παγκόσμιας Επετηρίδας Ανταγωνιστικότητας του IMD και τη στασιμότητά της στην τέταρτη ομάδα δεικτών.
Συγκεκριμένα η Ελλάδα παρουσιάζει υποχώρηση:
- Κατά εννέα (9) θέσεις στην κατηγορία δεικτών «Επιχειρηματική Αποτελεσματικότητα». Από την 44η θέση το 2024, πλέον η χώρα μας βρίσκεται στην 53η θέση για το 2025.
- Κατά μια (1) θέση στην κατηγορία δεικτών «Οικονομική Αποδοτικότητα». Από την 52η θέση το 2024 η χώρα μας βρίσκεται στην 53η θέση το 2025.
- Κατά μια (1) θέση στην κατηγορία δεικτών «Κυβερνητική Αποτελεσματικότητα». Από την 52η θέση το 2024, η Ελλάδα κατατάσσεται στην 53η θέση το 2025.
Στην κατηγορία δεικτών «Υποδομές» η χώρα μας παραμένει στάσιμη και συγκεκριμένα στην 40ή θέση της παγκόσμιας κατάταξης.
Η πρόεδρος του ΣΒΕ, Λουκία Σαράντη, σχολιάζοντας τα φετινά αποτελέσματα της Παγκόσμιας Επετηρίδας Ανταγωνιστικότητας του IMD, δήλωσε:
«Η χαμηλή ανταγωνιστικότητα της Ελλάδας παραμένει ένα διαχρονικό εμπόδιο για τη βιώσιμη οικονομική ανάπτυξη. Παρά τις προσπάθειες μεταρρυθμίσεων, προβλήματα όπως η γραφειοκρατία, η αργή απονομή δικαιοσύνης και το υψηλό κόστος λειτουργίας επιχειρήσεων συνεχίζουν να περιορίζουν την παραγωγικότητα και την προσέλκυση επενδύσεων.
Η θέση της βιομηχανίας στο παραγωγικό μοντέλο της χώρας σχετίζεται άμεσα με τη χαμηλή ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας. Η έλλειψη στρατηγικής για την αναζωογόνηση του μεταποιητικού τομέα, οι περιορισμένες επενδύσεις σε καινοτομία και τεχνολογία, καθώς και τα διαρθρωτικά εμπόδια, στερούν από την Ελλάδα μια ισχυρή βάση για εξαγωγές, βιώσιμη ανάπτυξη και δημιουργία ποιοτικών θέσεων εργασίας.
Για τον ΣΒΕ, απαραίτητη προϋπόθεση για την επαύξηση της ανταγωνιστικότητας – που είναι συνώνυμη με τη βιωσιμότητα της παραγωγικής δυναμικής της Ελλάδας – είναι η εντατικοποίηση του μεταρρυθμιστικού έργου, με στόχο τη δημιουργία ενός φιλικότερου περιβάλλοντος για τις επιχειρήσεις και την στρατηγική μετάβαση σε ένα νέο παραγωγικό μοντέλο, στο οποίο η βιομηχανία θα κατέχει εξέχοντα ρόλο.
Η βιομηχανία μας χρειάζεται εθνική στρατηγική και υπερκομματική δέσμευση. Σήμερα, ενώ έχουν γίνει μελέτες και οι αρμόδιοι φορείς έχουν καταθέσει τις τοποθετήσεις τους – ασφαλώς και ο ΣΒΕ – προς την Πολιτεία, η εξειδίκευση της στρατηγικής εκκρεμεί. Η επανεργοποίηση της Κυβερνητικής Επιτροπής Βιομηχανίας και των Ομάδων Εργασίας που θα εξειδικεύσουν τη νέα βιομηχανική πολιτική της χώρας μας είναι κινήσεις που πρέπει να γίνουν άμεσα.
Σε μια εξαιρετικά κρίσιμη συγκυρία, κατά την οποία το διεθνές οικονομικό περιβάλλον είναι ιδιαίτερα ασταθές και οι διεθνείς ισορροπίες δοκιμάζονται, η βιομηχανία – και γενικότερα όλες οι επιχειρήσεις να υποστηριχθούν έμπρακτα, για να διασφαλίσουν την ανταγωνιστικότητά τους και να αντιμετωπίσουν τις σύνθετες προκλήσεις».
Στο πλαίσιο αυτό, ο ΣΒΕ εστιάζει, όπως αναφέρει, στα εξής σημεία:
1. Στην αντιμετώπιση του υπέρογκου κόστους ενέργειας και των ανεξέλεγκτων διακυμάνσεων της τιμής του ρεύματος. Ιδίως στην περιφέρεια, όπου οι επιχειρήσεις καλούνται να λειτουργήσουν με ένα παλιό δίκτυο που πρέπει άμεσα να εκσυγχρονιστεί.
2. Στο μεγάλο πρόβλημα αναφορικά με την εξεύρεση προσωπικού με τις κατάλληλες δεξιότητες. Η ουσιαστική διασύνδεση της εκπαίδευσης με την αγορά εργασίας, η συμμετοχή μελών της επιχειρηματικής κοινότητας σε εκπαιδευτικά κι ερευνητικά ιδρύματα, η επαναξιολόγηση του Εθνικού Συστήματος Επαγγελματικής Εκπαίδευσης και Κατάρτισης είναι καταλυτικής σημασίας.
3. Στη μείωση της αναπτυξιακής μονομέρειας και των περιφερειακών ανισοτήτων.
4. Στην επιτακτική ανάγκη για εκσυγχρονισμό των υποδομών, ιδίως στην περιφέρεια. Δεν μπορεί να ενισχυθεί η ανταγωνιστικότητα και η προσέλκυση ξένων επενδύσεων χωρίς καλά στελεχωμένα λιμάνια και ένα ολοκληρωμένο σιδηροδρομικό δίκτυο από εμπορικά και επιβατικά τρένα και τις συνδυασμένες μεταφορές.
5. Στην ενίσχυση της εξωστρέφειας και της ανταγωνιστικότητας. Η επένδυση στην καινοτομία, τον ψηφιακό μετασχηματισμό και την πράσινη μετάβαση αποτελούν πλέον μονόδρομο. Για να γίνει αυτό εφικτό θα πρέπει να διευκολυνθεί η πρόσβαση των επιχειρήσεων στα κατάλληλα χρηματοδοτικά εργαλεία.
6. Στη δημιουργία ενός φιλικότερου ρυθμιστικού περιβάλλοντος. Αυτό θα επιτευχθεί μέσα από τη μείωση της γραφειοκρατίας, την αναμόρφωση του συστήματος δικαιοσύνης και τις παράλληλες μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας.
«Η ρεαλιστική προσέγγιση αυτών των σημείων και η ουσιαστική αντιμετώπισή τους μπορούν να συμβάλλουν καταλυτικά στη θωράκιση των επιχειρήσεών μας και στη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας της Ελλάδας. Ως ΣΒΕ θα συνεχίσουμε να εργαζόμαστε προς αυτήν την κατεύθυνση», τονίζει η κ. Σαράντη.