Joker: Folie à Deux
Προσπαθώντας να κάνει ό,τι περνά από το χέρι του προκειμένου να κάνει ενδιαφέρον και πρωτότυπο ένα sequel προγραμματισμένο να συμβεί πάση θυσία, ο σκηνοθέτης σμίγει Γιόακιν Φίνιξ και Lady Gaga και τους βάζει να ερωτοτροπούν και να τραγουδούν σε έναν αναπάντεχο συνδυασμό ανθρώπινης τραγωδίας και μουσικοχορευτικής φαντασίας που παραδίδει πολλά λιγότερα από όσα υπόσχεται.
Από τον Λουκά Κατσίκα
Θα πρέπει να υποκλιθούμε με κάποιο τρόπο στον Τοντ Φίλιπς. Σχεδόν ένα δισεκατομμύριο δολάρια σε εισπράξεις παγκοσμίως μετέτρεψαν το πρώτο «Joker» του σε φαινόμενο, ανάγοντας σε σημείο αναφοράς την αντιηρωική, ρεαλιστική και ανθρώπινη προσέγγιση που επιχείρησε σε έναν κλασικό κόμικ κακό. Ο πρώτος «Joker» ήταν ένα ζοφερό ψυχόδραμα και μια λίγο συγκεχυμένη απόπειρα κοινωνικής κριτικής, με (υπερ)προφανή δάνεια από τον «Ταξιτζή» και το «Βασιλιάς για μια Νύχτα» του Σκορσέζε αλλά και μια σφιχτή, αλάνθαστη αφήγηση η οποία κλιμάκωνε μεθοδικά το αβανταδόρικο κρεσέντο της.
Η δεύτερη ταινία τοποθετείται δύο χρόνια μετά τα γεγονότα της πρώτης. Έγκλειστος πια σε ψυχιατρικό άσυλο, στα πρόθυρα της εξαθλίωσης και σε αναμέτρηση με τη σχιζοειδή ταυτότητά του, ο Άρθουρ Φλεκ περιμένει την εκδίκαση της υπόθεσής του και πιθανόν την καταδίκη του σε θάνατο για τα εγκλήματα που διέπραξε. Αυτό που δεν περιμένει σίγουρα είναι ότι θα γνωρίσει την αληθινή αγάπη στο πρόσωπο μιας ασθενούς σε κοντινή πτέρυγα η οποία ακούει στο όνομα Χάρλεϊ Κουίν και δηλώνει συνεπαρμένη μαζί του ή μάλλον με το παραβατικό change ego του ως Τζόκερ, εκείνο που τον αναγόρευσε σε λαϊκό ήρωα και αντιεξουσιαστικό σύμβολο.
Όσο πιο πολύ ο Άρθουρ την ερωτεύεται, τόσο πιο συχνά δραπετεύει με το μυαλό του σε έναν ονειρικό και φαντασμαγορικό κόσμο που μοιάζει βγαλμένος από τα κλασικά χολιγουντιανά μιούζικαλ. Σαν δυο διεστραμμένες εκδοχές του Φρεντ Αστέρ και της Τζίντζερ Ρότζερς, ο Άρθουρ και η Χάρλεϊ ή, αν προτιμάτε, ο Φίνιξ και η Gaga λικνίζονται και τραγουδούν διαλέγοντας κομμάτια από ένα ρομαντικό ρεπερτόριο που περιλαμβάνει από Τζούντι Γκάρλαντ («Get Happy»), Έλλα Φιτζέραλντ («Bewitched, Bothered and Bewildered») και Φρανκ Σινάτρα («I' ve Got the World connected a String») μέχρι Στίβι Γουόντερ («For Once successful my Life») και Ζακ Μπρελ («Ne maine Quitte pas»).
Ένας αναπάντεχος συνδυασμός ανθρώπινης τραγωδίας και μουσικοχορευτικής φαντασίας που παραδίδει πολλά λιγότερα από όσα υπόσχεται
Μουσική και χορός από τη μία μεριά, emotion story και δικαστικό δράμα από την άλλη, με ένα ωραιότατο φιλμάκι κινουμένων σχεδίων του Σιλβέν Σομέ («Το Τρίο της Μπελβίλ») για εισαγωγή, το «Joker: Folie à Deux» μοιάζει με ρεμίξ κινηματογραφικών ειδών από έναν σκηνοθέτη ο οποίος προσπαθεί να διαφοροποιηθεί όσο μπορεί από την προηγούμενη ταινία, να ανατρέψει τις προσδοκίες του κοινού, να πειράξει την αρχική συνταγή και να επαναλάβει το στοιχείο αιφνιδιασμού που προξένησε σε τόσους εντύπωση στον πρώτο «Joker» (εξ ου και η μεγάλη επιτυχία).
Το πείραμά του έχει θεωρητικά τρομερό ενδιαφέρον. Πέρα από το ρίσκο και την παραδοξότητα, όμως, η ταινία δεν οδηγεί πουθενά και τίποτα δεν λειτουργεί πραγματικά μέσα της. Τα μιούζικαλ νούμερα είναι στατικά και διεκπεραιωτικά γυρισμένα, το κομμάτι της δίκης αποδεικνύεται μονότονο και μακρήγορο, το σενάριο έχει πολλές αδυναμίες και σκαρφίζεται τη μία αναληθοφάνεια μετά την άλλη προκειμένου να τις κρύψει, η επιλογή της πλοκής να εστιάσει στον Άρθουρ Φλεκ και τις καθημερινές τραγωδίες του και όχι στον Τζόκερ αφαιρεί κάθε ηλεκτρισμό και στοιχείο κινδύνου από την ταινία, ενώ υπάρχει ένα αναπόφευκτο déjà vu στην ερμηνεία του Γιόακιν Φίνιξ, όπως και σε ολόκληρο άλλωστε το φιλμ. Το μεγαλύτερο όμως σφάλμα που διαπράττει ο Τοντ Φίλιπς είναι να επιστρατεύει μια performer με την ενέργεια και το τσαγανό της Lady Gaga και να την αφήνει δραματικά αναξιοποίητη, περιορίζοντάς τη για μεγάλο μέρος σε ρόλο κομπάρσου και παρατηρητή.
Σε όλη τη διάρκεια του «Joker: Folie à Deux», ο Φίλιπς αδειάζει στην οθόνη ιδέες χωρίς να τις εκμεταλλεύεται ή να παράγει κάτι χρήσιμο με αυτές. Ακόμη χειρότερα, μοιάζει σαν να σκηνοθετεί με αυτόματο πιλότο. Η ταινία πάσχει από νωχελικότητα και ραθυμία, σέρνεται με βαριά βήματα σε δυόμισι περίπου ώρες κατά τις οποίες ελάχιστα συμβαίνουν σε επίπεδο δράσης και καταλήγει σε ένα εύκολο φινάλε το οποίο αναμένεται να ξενίσει τη μεγαλύτερη μερίδα του κοινού που αγκάλιασε με ενθουσιασμό την πρώτη ταινία και το οποίο είναι βέβαιο ότι δεν θα ανταποκριθεί το ίδιο σε αυτή τη θαρραλέα μεν σε σύλληψη, φτωχή όμως σε εκτέλεση συνέχεια.