Η «μεταρρυθμιστική» ατζέντα του πρωθυπουργού γυρίζει την Ελλάδα στα... τέλη του 19ου αιώνα, όταν οι δημόσιοι υπάλληλοι απολύονταν υστέρα από κάθε αλλαγή κυβέρνησης και διαδήλωναν στην Πλ. Κλαυθμώνος...
114 χρόνια μετά τη συνταγματική κατοχύρωσή της από τον Ελευθέριο Βενιζέλο, η μονιμότητα στο Δημόσιο μπαίνει στην προκρούστεια κλίνη της Νέας Δημοκρατίας, με στόχο την οριστική κατάργησή της στην επόμενη συνταγματική αναθεώρηση ● Οι λόγοι που κατοχυρώθηκε στο Σύνταγμα του 1911 είναι πιο επίκαιροι από ποτέ ● Η αντίληψη της δημόσιας διοίκησης ως κομματικού λάφυρου είναι κυρίαρχη στο σημερινό επιτελείο του Μαξίμου, που με κάθε ευκαιρία δείχνει σιδερένια πυγμή στους δημοσίους υπαλλήλους και αποφασιστικότητα να επιβάλει τον νόμο της υποταγής στα κελεύσματά του και της σιωπής στα ατοπήματά του ● Η ατζέντα του Κυριάκου Μητσοτάκη είναι προβαρισμένη από τη θητεία του ως υπουργού Διοικητικής Μεταρρύθμισης, το 2013-2015, με τις 25.000 διαθεσιμότητες και τις 15.000 απολύσεις ● Μπορεί η Ιστορία να γυρίσει έναν αιώνα πίσω;
Επίκαιροι και αναγκαίοι όσο ποτέ είναι οι λόγοι για τους οποίους κατοχυρώθηκε η μονιμότητα των δημοσίων υπαλλήλων, όπως συμφωνούν με βάση τις θέσεις τους στον δημόσιο διάλογο πολιτικά κόμματα, συνδικαλιστικές οργανώσεις, ειδικοί επί των εργασιακών θεμάτων, καθώς επίσης και οι (πραγματικοί) άριστοι της ελληνικής Δημόσιας Διοίκησης.
Η πρόταση του πρωθυπουργού, Κυριάκου Μητσοτάκη, για άρση της μονιμότητας στην επόμενη συνταγματική αναθεώρηση δέχεται οξύτατες αντιδράσεις για απόπειρα επαναφοράς της χώρας σε ένα καθεστώς πλήρους λαφυραγώγησης του κράτους, το οποίο υφίστατο ώς τις αρχές του 20ού αιώνα. Την εποχή εκείνη, κάθε κυβερνητική αλλαγή σήμαινε την απόλυση μιας τεράστιας μάζας δημοσίων υπαλλήλων και την αντικατάστασή τους από άλλους, φίλα προσκείμενους στη νέα πολιτική εξουσία, «ημετέρους» με μία λέξη. Σε μια περίοδο όπου η κομματοκρατία στην ελληνική Δημόσια Διοίκηση περιγράφεται όχι μόνο ως ζώσα, αλλά ως «βασιλεύουσα», οι προειδοποιήσεις της ΑΔΕΔΥ ότι η κυβέρνηση επιχειρεί «να γυρίσει τη χώρα στην εποχή του Δηλιγιάννη και της Πλατείας Κλαυθμώνος» είναι τουλάχιστον βάσιμες.

Λίγο πολύ είναι γνωστή –και αναμφίβολα διδακτική– η ιστορία με τους «Παυσανίες» και τους «Θεσιθήρες», ονομασίες που δόθηκαν από τον χρονογράφο της «Εστίας», Δημήτριο Καμπούρογλου, στους υπαλλήλους που παύονταν από τις θέσεις τους και αυτούς που κυνηγούσαν έναν διορισμό από τη νεοσύστατη κυβέρνηση. Ανάμεσα στους απολυμένους βρισκόταν το πλέον προσοντούχο προσωπικό της εποχής. Το φαινόμενο αυτό σταμάτησε το 1911. Ο Ελευθέριος Βενιζέλος κατοχύρωσε συνταγματικά τη μονιμότητα των δημοσίων υπαλλήλων, προκειμένου να εξασφαλίσει τη λειτουργία της Δημόσιας Διοίκησης, μιας ανεξάρτητης, ακηδεμόνευτης και λειτουργικής δημόσιας διοίκησης, καθώς και τη συνέχεια του κράτους.
Η πρώτη σοβαρή αμφισβήτηση της μονιμότητας στο ελληνικό Δημόσιο συμπίπτει με την έναρξη του μνημονιακού προγράμματος λιτότητας. Ως υπουργός Διοικητικής Μεταρρύθμισης τότε, ο νυν πρωθυπουργός εφαρμόζει ένα πλαίσιο απολύσεων. Με εργαλείο τη «συνταγματική» πρακτική της κατάργησης οργανικών ή προσωποπαγών θέσεων, υλοποιείται το περιβόητο μοντέλο των διαθεσιμοτήτων (25.000 τότε) και των απολύσεων (15.000 τότε). Επιπλέον, συνδέεται η αξιολόγηση με τις απολύσεις• αν και το νομοσχέδιο του κ. Μητσοτάκη είναι το μοναδικό μέτρο αξιολόγησης στο Δημόσιο που δεν εφαρμόστηκε ποτέ.
Ταυτόχρονα, αναπτύσσονται και άλλες πολιτικές από το ίδιο υπουργείο. Προωθείται ένα νεότερο πλαίσιο κρίσης και ανάδειξης προϊσταμένων, χρονοβόρο και καταδικασμένο να μείνει ανεφάρμοστο από τις μεταβατικές διατάξεις του ίδιου νομοσχεδίου που όριζαν ότι ώς την πρώτη εφαρμογή του νόμου οι θέσεις ψηλά στην υπαλληλική ιεραρχία θα καθορίζονταν από υπουργικές αποφάσεις (βλ. απευθείας αναθέσεις), χωρίς κανένα αντικειμενικό κριτήριο –έντονες ήταν μάλιστα οι αντιδράσεις κατά της καθαίρεσης γενικού διευθυντή του υπουργείου Διοικητικής Μεταρρύθμισης, που ανήκε πολιτικά στην Αριστερά και υποβιβάστηκε σε απλό υπάλληλο.
Διεισδύουν ιδιωτικές εταιρείες σε ευαίσθητους τομείς του Δημοσίου: μεταξύ αυτών η καθαριότητα των δημοσίων κτιρίων (νοσοκομείων έως υπουργείων), η αποκομιδή των απορριμμάτων. Δρομολογείται το άνοιγμα της «ψαλίδας» μεταξύ υψηλότερων και χαμηλότερων μισθών στον δημόσιο τομέα. Μειώνονται κατά 40% οι θέσεις εργασίας στα οργανογράμματα των δημοσίων υπηρεσιών και ταυτόχρονα «παγώνουν» οι προσλήψεις. Τα μεγέθη των δημοσίων υπαλλήλων με μόνιμες σχέσεις εργασίας πιάνουν ιστορικό «χαμηλό», ενώ ξεκινά να αυξάνεται σταδιακά ο αριθμός των εργαζομένων με ελαστικές σχέσεις εργασίας (συμβασιούχοι).
Συμπεριλαμβανομένων και των μισθολογικών περικοπών (έως και 40% ανά περιπτώσεις), «στον δημόσιο τομέα, κυρίως, από τα μνημονιακά χρόνια ασκείται στα εργασιακά μια γενικότερη πολιτική σύγκλισης με το απορρυθμισμένο καθεστώς του ιδιωτικού τομέα. Μιας και ο λόγος για την άρση της μονιμότητας, θα πρέπει να διδάσκεται πώς επετεύχθη η ουσιαστική απελευθέρωση των απολύσεων στις επιχειρήσεις, εκτοξεύοντας την επισφάλεια, που επεκτάθηκε και στις ΔΕΚΟ», σχολιάζει στην «Εφ.Συν.» ο Γιάννης Κουζής, καθηγητής Εργασιακών Σχέσεων στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.
Ας επιστρέψουμε στο σήμερα. Αρχικά, ο πρωθυπουργός ενημέρωσε ότι η Ν.Δ. θα εισηγηθεί τη συνταγματική κατοχύρωση της αξιολόγησης των δημοσίων υπαλλήλων κατά την προ ημερησίας διάταξης συζήτηση στη Βουλή για το σιδηροδρομικό δυστύχημα των Τεμπών, στις 5 Μαρτίου 2025, πέντε ημέρες μετά τη συγκέντρωση περίπου 1 εκατομμυρίου πολιτών στους δρόμους. Παρότι ο σιδηρόδρομος έχει ιδιωτικοποιηθεί, η προαναγγελία του πρωθυπουργού έγινε με το επιχείρημα της «απαλλαγής από παθογένειες που συνοδεύουν το κράτος από την ίδρυσή του». Ακολούθησε μια δημοσκόπηση που εμφάνιζε την πλειονότητα του γενικού πληθυσμού αλλά και των ίδιων των δημοσίων υπαλλήλων να συναινεί στην άρση της μονιμότητας (!), εύρημα που δεν επιβεβαιώθηκε σε αμέσως επόμενη δημοσκόπηση. Εν τω μεταξύ, όμως, ο κ. Μητσοτάκης, σε ραδιοφωνική συνέντευξη, επιβεβαίωσε ότι θα εισηγηθεί την αλλαγή του σχετικού άρθρου 103 του Συντάγματος, επιβάλλοντας νέα ατζέντα πολιτικής αντιπαράθεσης στον δημόσιο διάλογο.
Οι αντιδράσεις της αντιπολίτευσης έχουν ένα κοινό σημείο: η εισήγηση για τη συνταγματική άρση της μονιμότητας γίνεται από μια κυβέρνηση που έχει σπάσει κάθε «ρεκόρ» μετακλητών. Από τον Ιούνιο του 2023 ώς τον Φεβρουάριο του 2025, η «κάστα» των κομματικά εκλεκτών έχει διογκωθεί από τους 2.363 υπαλλήλους στους 3.477 (αύξηση 47%). Παράλληλα, διατηρείται το «πνεύμα» του πρώην υπουργού Διοικητικής Μεταρρύθμισης στις κρίσεις προϊσταμένων. Παρότι οι νόμοι άλλαξαν ουκ ολίγες φορές, σε πολλές θέσεις ευθύνης (κυρίως διευθυντών και τμηματαρχών) υπουργείων παραμένουν πρόσωπα τοποθετημένα με υπουργικές αποφάσεις. Αφενός μεν απαίτησαν χρόνο οι αντικειμενικές κρίσεις, αφετέρου «ανακαλύφθηκε» ένας τρόπος να επανεκκινούν διαρκώς (και στην πράξη να μένουν στάσιμες) οι διαδικασίες, μέσω συνεχών αλλαγών/επικαιροποιήσεων (με έκδοση των απαιτούμενων ΦΕΚ) στο οργανόγραμμα των υπουργείων. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα που έχει θέσει ο εκπρόσωπος Τύπου του ΠΑΣΟΚ Κώστας Τσουκαλάς: «Είναι 83 προϊστάμενοι στο υπουργείο Υγείας, οι 15 με κρίση και οι υπόλοιποι με ανάθεση. Είναι αυτό αξιοκρατία;», αναρωτήθηκε.
Το κυβερνητικό επιχείρημα περί άρσης της μονιμότητας θέτει ως στόχο την απομάκρυνση οκνηρών περιπτώσεων υπαλλήλων από τον δημόσιο τομέα. Αυτό όμως προβλέπεται ήδη από την ισχύουσα νομοθεσία. «Απέναντι σε αυτά που λέγονται, με βάση τον δημοσιοϋπαλληλικό κώδικα υπάρχουν ήδη σαφείς λόγοι για τους οποίους μπορεί να απομακρυνθεί ένας υπάλληλος. Ανάμεσά τους είναι και η επαναλαμβανόμενη αντιπαραγωγική συμπεριφορά. Αν αυτό δεν συμβαίνει ακόμα και για σοβαρά πειθαρχικά παραπτώματα, ας αναζητήσουμε τις αιτίες. Ποιος καλύπτει ποιον και τι ιεραρχίες υπάρχουν στον δημόσιο τομέα; Ιεραρχίες βάσει πελατειακών σχέσεων και όχι βάσει αξιοκρατίας», τονίζει ο κ. Κουζής.
Ο καθηγητής του Παντείου συμφωνεί απόλυτα με την άποψη ότι οι λόγοι για τους οποίους κατοχυρώθηκε συνταγματικά η μονιμότητα στο Δημόσιο είναι επίκαιροι όσο ποτέ άλλοτε. Προειδοποιεί, επιπλέον, ότι πιθανή άρση της μονιμότητας, «μέσα σε σαθρούς όρους λειτουργίας και αξιολόγησης του Δημοσίου από τους εκάστοτε “αρίστους” κάθε άλλο παρά θα δώσει λύση στην όποια αντιπαραγωγική συμπεριφορά καταλογίζεται στον δημόσιο τομέα. Έχει αποδειχθεί, άλλωστε, ότι η παραγωγικότητα συμβαδίζει με την ασφάλεια στην εργασία, στο πλαίσιο κανόνων εργασιακής λειτουργίας, και ότι ο ανασφαλής εργαζόμενος δεν μπορεί να είναι μακροπρόθεσμα παραγωγικός. Πώς, άλλωστε, αυτό μπορεί να συμβαίνει όταν μετατρέπεται σε “ψυχικά άρρωστο”, λόγω της παρατεταμένης εργασιακής του αβεβαιότητας;».
Τη στιγμή που οι Ελληνες δημόσιοι υπάλληλοι έχουν τη χαμηλότερη αγοραστική δύναμη στην Ευρώπη (σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία της Eurostat), έχει αναπτυχθεί κριτική για πολιτική/κομματική χειραγώγηση των εργαζομένων στον δημόσιο τομέα, μέσω των λεγόμενων «πριμ παραγωγικότητας». Πριν ολοκληρωθεί η πρώτη θητεία της κυβέρνησης Μητσοτάκη, ο τότε υπουργός Εσωτερικών, Μάκης Βορίδης, νομοθέτησε το –πιλοτικό τότε– μέτρο των bonus, που προβλεπόταν να χορηγηθούν σε υπαλλήλους υπηρεσιών που θα πετύχαιναν συγκεκριμένους (οικονομικούς, κατά κύριο λόγο) στόχους.
Στελέχη της ΑΔΕΔΥ είχαν εξαρχής επισημάνει ότι το μέτρο αυτό θα αποτελέσει «εργαλείο πελατειακής χειραγώγησης», καθώς η χορήγηση των bonus θα αποφασιζόταν από προϊσταμένους, πολλοί εκ των οποίων δεν είχαν περάσει από αντικειμενικές κρίσεις. Η πρώτη εφαρμογή του πιλοτικού συστήματος ξεκίνησε λίγο πριν από τις εθνικές εκλογές του Μαΐου του 2023. Μάλιστα, μόλις λίγες ημέρες πριν από τις κάλπες, εντάθηκαν οι προετοιμασίες για τη χορήγηση 20 εκατ. από τα 35 εκατ. του συνολικού «πακέτου» πριμ. Αν και η χορήγησή τους ήταν δεδομένη για μετά τις κάλπες της 21ης Μαΐου, η διακίνηση της σχετικής αλληλογραφίας από το Μέγαρο Μαξίμου και τη Γενική Γραμματεία Συντονισμού προς τα υπουργεία για το ποιοι υπάλληλοι και ποιες υπηρεσίες θα είναι στους δικαιούχους επιχείρησε να δημιουργήσει το κατάλληλο κλίμα στην κατάλληλη (προεκλογική) στιγμή (βλ. «Εφ.Συν.» 19.5.2023. «Δίνουν τα ρέστα τους σε... υποσχέσεις»). Από πιλοτικό μέτρο αρχικά, τα «πριμ παραγωγικότητας» έγιναν μόνιμη πολιτική με νόμο της επόμενης υπουργού Εσωτερικών, Νίκης Κεραμέως, το 2024. Η χορήγησή τους προβλέπεται να ξεκινήσει από το 2026.
Υπό το δεδομένο ότι «οι αξιοκρατικές και διαφανείς κρίσεις σε όλα τα επίπεδα του Δημοσίου δεν έχουν γίνει εδώ και 15 χρόνια και η κομματοκρατία ζει και βασιλεύει», η Ενωση Αποφοίτων της Εθνικής Σχολής Δημόσιας Διοίκησης & Αυτοδιοίκησης (ΕΝΑΠ-ΕΣΔΔΑ) υπογραμμίζει ότι «είναι τουλάχιστον υποκριτικό να κατηγορείται ο θεσμός της μονιμότητας για όλα τα προβλήματα της δημόσιας διοίκησης». Η Ενωση των αποφοίτων της Σχολής που εκπαιδεύει στελέχη-ελίτ για τον δημόσιο τομέα προειδοποιεί ότι «η οποιαδήποτε πρόθεση άρσης της μονιμότητας σε καμία περίπτωση δεν συνιστά μεταρρύθμιση, αλλά θέτει σε σοβαρό κίνδυνο τη θεσμική σταθερότητα και την ποιότητα της Δημόσιας Διοίκησης, υπονομεύοντας την αξιοπιστία της απέναντι στους πολίτες και ενισχύοντας φαινόμενα αυθαιρεσίας και πελατειακών σχέσεων».
Η ΕΝΑΠ-ΕΣΔΔΑ δηλώνει αντίθετη στις «προσπάθειες μεταρρυθμιστικού λαϊκισμού και “λαφυραγώγησης” της δημόσιας διοίκησης από το πολιτικό σύστημα» και καλεί «την πολιτεία να επαναπροσδιορίσει το πλαίσιο του διαλόγου και να επενδύσει στη θεσμική θωράκιση και την ποιοτική αναβάθμιση της Δημόσιας Διοίκησης στη βάση της αξιοκρατίας». Οποιαδήποτε προσπάθεια άρσης της μονιμότητας στο Δημόσιο «αποτελεί “αιτία πολέμου” και τα επίχειρα όσων το τολμήσουν θα είναι βαριά», έχει προειδοποιήσει η ΑΔΕΔΥ.
Οι θέσεις των κομμάτων
Το ΠΑΣΟΚ έχει κατηγορήσει επανειλημμένως την κυβέρνηση ότι θέλει να καταστήσει λάφυρο το κράτος. «Εξι χρόνια η Ν.Δ. έχει ψηφίσει νόμους για την αξιοκρατία στο Δημόσιο, αλλά το 80% τμηματαρχών και γενικών διευθυντών είναι κομματικές επιλογές, ενώ είναι και πρωταθλήτρια σε μετακλητούς υπαλλήλους», ανέφερε πριν από μερικές ημέρες ο πρόεδρός του, Νίκος Ανδρουλάκης, ο οποίος, την περασμένη Πέμπτη, στη Βουλή αποκάλεσε τα κυβερνητικά στελέχη «αρχιτέκτονες της διαφθοράς και της αναξιοκρατίας», ενώ αναφέρθηκε εκ νέου στην υπόθεση του «σταθμάρχη-ρουσφέτι». Επισήμανε ότι η μονιμότητα προβλέπεται με νόμο σε κράτη όπως της Γερμανίας και της Γαλλίας, όπου «δεν έχουν σκάνδαλα και το Σύνταγμα δεν τους προκαλεί κανένα πρόβλημα».
«Τυχόν άρση της μονιμότητας όχι μόνο δεν θα βελτιώσει την κατάσταση, θα οδηγήσει σε ένα κράτος μετακλητών, σε ένα κράτος στο οποίο θα βασιλεύει το ρουσφέτι, η διαπλοκή και η διαφθορά, δεν θα υπάρχει κανένα εχέγγυο αξιοκρατίας, κανένα εχέγγυο διαφάνειας, κανένα εχέγγυο χρηστής διοίκησης», έχει προειδοποιήσει ο αναπληρωτής εκπρόσωπος Τύπου του ΣΥΡΙΖΑ, Γρηγόρης Θεοδωράκης, με μεγάλη εμπειρία στο (πρώην) υπουργείο Διοικητικής Ανασυγκρότησης. Οσον αφορά το άνοιγμα της συζήτησης από τον πρωθυπουργό για την άρση της μονιμότητας, «είναι προφανές ότι έχουμε μια ξεκάθαρη προσπάθεια επικοινωνιακής αλλαγής ατζέντας, για να φύγει η κυβέρνηση από τα μεγάλα προβλήματα τα οποία αντιμετωπίζει», τόνισε ο κ. Θεοδωράκης.
«Την ίδια ώρα που η κυβέρνηση μιλά για άρση μονιμότητας στο Δημόσιο, ταΐζει πολλούς με δουλειές του Δημοσίου, έχει ρεκόρ μετακλητών υπαλλήλων και σε πολλούς δήμους και περιφέρειες υπάρχει μία κατηγορία “μόνιμων” εργολάβων και εταιρειών που εισπράττουν πολλά περισσότερα σε σχέση με όσο θα κόστιζε αν αυτή τη δουλειά την έκαναν εργαζόμενοι αορίστου χρόνου», επισήμανε ο Νίκος Σοφιανός, μέλος του Π.Γ. της Κ.Ε. του ΚΚΕ.
«Η μάχη για τη μονιμότητα των δημοσίων υπαλλήλων δεν μπορεί να είναι μία μάχη οπισθοφυλακής», τόνισε ο πρόεδρος της Νέας Αριστεράς, Αλέξης Χαρίτσης, παρατηρώντας ότι ανοίγεται «πεδίο δόξης λαμπρόν για να υπάρξει μία ουσιαστική συνεργασία και συμπόρευση των αριστερών και προοδευτικών δυνάμεων για την υπεράσπιση και των δημοσίων υπαλλήλων, αλλά και για το πρόταγμα ενός άλλου οικονομικού και διοικητικού μοντέλου, το οποίο θα βάζει στο επίκεντρό του τις ανάγκες της κοινωνίας και το δημόσιο συμφέρον».
Που οδηγεί η ατζέντα Μητσοτάκη για το δημόσιο
Μονιμότητα: διαδεδομένη πρακτική σε κράτη δικαίου
Γιώργος Πετρόπουλος*
Η συζήτηση περί άρσης της «μονιμότητας» των δημοσίων υπαλλήλων που άνοιξε και επίσημα ο πρωθυπουργός με την πρότασή του για την αναθεώρηση του άρθρου 103 του Συντάγματος δεν είναι παρά η συνέχεια μιας πολιτικής πρακτικής που θα αποκαλούσαμε «μεταρρυθμιστικό λαϊκισμό»(i), στην οποία αρέσκονται τελευταία ο πρωθυπουργός και η κυβέρνησή του.
Αυτή συνίσταται στην επιστράτευση της δημαγωγίας και εξαντλείται στην εκπόνηση δημοσίων πολιτικών που αναπαράγουν αρνητικά στερεότυπα, καλλιεργώντας ταυτόχρονα τον κοινωνικό αυτοματισμό. Η εισαγωγή στην πολιτική ατζέντα του ζητήματος της μονιμότητας δεν αποσκοπεί παρά στη μετάθεση της δημόσιας συζήτησης από τα πραγματικά προβλήματα και τα αδιέξοδα που δημιουργεί η πολιτική της κυβέρνησης. Αναφερόμαστε στις πολιτικές και ενδεχομένως ποινικές ευθύνες για το δυστύχημα-έγκλημα των Τεμπών, την ακρίβεια και τους χαμηλούς μισθούς, που κάνουν αβάσταχτη την καθημερινότητα της πλειονότητας των πολιτών.
Υπενθυμίζουμε πως το ζήτημα του Δημοσίου και των εργαζομένων σε αυτό «άνοιξε» από τον πρωθυπουργό για πρώτη φορά, κατά τη διάρκεια της συζήτησης στη Βουλή για το έγκλημα των Τεμπών, όπου, αν και υπόλογος, επιχείρησε να αποσείσει τις εγκληματικές ευθύνες της κυβέρνησής του και να συνδέσει το τραγικό δυστύχημα με την υποτιθέμενη απουσία αξιολόγησης στο Δημόσιο. Ακολούθησε μια δημοσκόπηση μεγάλης κυριακάτικης εφημερίδας, που όλως τυχαίως εμφάνιζε ως πάνδημο το αίτημα για την άρση της μονιμότητας, στο οποίο, όλως τυχαίως πάλι, έκρινε σκόπιμο να απαντήσει ο πρωθυπουργός, προαναγγέλλοντας την αναθεώρηση του σχετικού άρθρου.
Τέτοιες μεθοδεύσεις, πέραν των καταφανών πολιτικών σκοπιμοτήτων, υπονομεύουν στην πραγματικότητα την αναγκαία συζήτηση για την ανάπτυξη και βελτίωση των παρεχόμενων από το Δημόσιο υπηρεσιών, ώστε αυτές να είναι αποτελεσματικές και να ανταποκρίνονται στις σύγχρονες ανάγκες των πολιτών.
Ετσι, με δημαγωγικούς όρους, τα πάντα περιστρέφονται γύρω από τους εργαζομένους, σε μια εσκεμμένη προσπάθεια να αποφευχθεί ο αναγκαίος αναστοχασμός για τα μεγάλα και διαχρονικά προβλήματα του Δημοσίου. Την υποχρηματοδότηση και την υποστελέχωση, η οποία έχει φτάσει σε ακραία επίπεδα τα τελευταία 15 χρόνια. Την απουσία συντήρησης και εκσυγχρονισμού των υποδομών, την εισαγωγή νέων τεχνολογιών. Την κυριαρχία των ρουσφετολογικών πρακτικών, ειδικά τα τελευταία χρόνια και ενώ αναφερόμαστε σε εργαζόμενους που είναι οι χαμηλότερα αμειβόμενοι σε όλη την Ευρωπαϊκή Ενωση, σύμφωνα με τη Eurostat (ii).
Είναι, επίσης, κρίσιμο να τονίσουμε πως η μονιμότητα στο Δημόσιο δεν εξασφαλίζει απλά την εργασιακή ασφάλεια όσων εργάζονται σε αυτό -κάτι που αποτιμάται βέβαια θετικά και πρέπει να αποτελεί επιδίωξη για κάθε εργαζόμενο/η-, αλλά εξασφαλίζει την απαραίτητη ανεξαρτησία του προσωπικού απέναντι σε περισπασμούς και ενδεχόμενες πιέσεις της πολιτικής εξουσίας. Ειδικά όταν αναφερόμαστε σε μια χώρα, την Ελλάδα, όπου τα θεσμικά αντίβαρα στην πολιτική εξουσία απομειώνονται συνεχώς. Αλλωστε, η μονιμότητα των δημοσίων υπαλλήλων δεν αποτελεί μια ελληνική πρωτοτυπία, όπως ψευδώς διαδίδεται από στελέχη της κυβέρνησης, αλλά μια διαδεδομένη διεθνή πρακτική. Τουλάχιστον σε χώρες με κράτος δικαίου και ισχυρούς δημοκρατικούς θεσμούς.
i. «Η αξιολόγηση ως εργαλείο μεταρρυθμιστικού λαϊκισμού», Γιώργος Πετρόπουλος, «Εφημερίδα των Συντακτών», 30/3/2025
ii. https://ec.europa.eu/eurostat/databrowser/view/prc_rem_avg/default/bar?lang=en
*Μέλος της Εκτελεστικής Επιτροπής της ΑΔΕΔΥ
Ψέματα και αλήθειες για τη μονιμότητα
Δημήτρης Μπράτης*
Εκατόν δεκατέσσερα χρόνια έχουν περάσει από την καθιέρωση της μονιμότητας των δημοσίων υπαλλήλων στο Σύνταγμα του 1911. Εισηγητής της ρύθμισης, ο ίδιος ο πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος, ο οποίος σε ομιλία του στη Βουλή είχε πει επί λέξει: «Η μονιμότης των υπαλλήλων θα ασφαλίσει αφατρίαστον Δημόσιαν Διοίκησιν».
Σε αυτά τα 114 χρόνια, από τη χώρα πέρασαν πολλές κυβερνήσεις, ακόμα και δικτατορίες. Καμιά δεν σκέφτηκε να καταργήσει αυτή την εμβληματική μεταρρύθμιση του Ελ. Βενιζέλου.
Κι ενώ το θέμα δεν απασχολούσε καν την κοινή γνώμη, αφού ο κόσμος έχει πολύ σοβαρότερα ζητήματα να επιλύσει, ξαφνικά είδε το φως της δημοσιότητας μια δημοσκόπηση μιας κυριακάτικης εφημερίδας με ένα εντελώς παραπλανητικό ερώτημα: «Να καταργηθεί η μονιμότητα, προκειμένου να απομακρύνονται οι ανεπαρκείς δημόσιοι υπάλληλοι;». Το ερώτημα ήταν παραπλανητικό, αφού υπονοεί ότι δήθεν οι ανεπαρκείς δημόσιοι υπάλληλοι δεν απολύονται σήμερα, λόγω της μονιμότητας.
Ουδέν ψευδέστερον τούτου. Το άρθρο 103 του Συντάγματος και ο Δ.Υ. Κώδικας (Ν.3528/07) προβλέπουν τις περιπτώσεις όπου οι δημόσιοι υπάλληλοι απολύονται και είναι πολλές. Μεταξύ αυτών, και η παράβαση καθήκοντος. Οποιος υπάλληλος δεν κάνει καλά τη δουλειά του παραπέμπεται στο υπηρεσιακό και στο πειθαρχικό συμβούλιο για παράβαση καθήκοντος (την πλειοψηφία των μελών τους τη διορίζει η κυβέρνηση) και απολύεται. Αρα, λοιπόν, το επιχείρημα ότι οι «κακοί» δημόσιοι υπάλληλοι, σήμερα, δεν απολύονται είναι ψευδές.
Στη συνέχεια, όλως τυχαίως, τη σκυτάλη πήρε ο πρωθυπουργός, ο οποίος με συνέντευξή του είπε ότι θα εισηγηθεί την κατάργηση της μονιμότητας στην επικείμενη συνταγματική αναθεώρηση. Χωρίς καμιά μελέτη, χωρίς εξέταση των παραμέτρων που καθιέρωσαν τη μονιμότητα, ανακοίνωσε την κατάργησή της, μόνο και μόνο από μια δημοσκόπηση. Ας φανταστούμε, π.χ., μια άλλη δημοσκόπηση που θα είχε ως ερώτημα: να καταργηθούν τα «προνόμια» των βουλευτών; Εκτιμώ ότι η συντριπτική πλειοψηφία του κόσμου θα έλεγε «ΝΑΙ». Θα προχωρούσε σε συνταγματική αλλαγή ο πρωθυπουργός με βάση τη δημοσκόπηση;
Η αναθεώρηση του Συντάγματος είναι μια πολύ σοβαρή υπόθεση, για να γίνεται με «ποδοσφαιρικούς όρους». Απαιτεί μελέτη σε βάθος, διάλογο με τους κοινωνικούς φορείς και συναίνεση με τα κόμματα και την κοινωνία.
Ο τρόπος με τον οποίο ο πρωθυπουργός άνοιξε το θέμα κάθε άλλο παρά σε συναινέσεις παραπέμπει, αφού αυτός δήθεν εμφανίζεται ως μεταρρυθμιστής, ενώ εγκαλεί την αντιπολίτευση, ιδιαίτερα την αξιωματική, ως «οπισθοδρομική». Είναι προφανές ότι ο πρωθυπουργός γνωρίζει πως η κατάργηση της μονιμότητας δεν θα ψηφιστεί, αφού κανένα από τα κόμματα της αντιπολίτευσης δεν την εγκρίνει, προς το παρόν τουλάχιστον. Γιατί να το κάνει όμως; Πρόκειται για μια επιχείρηση αλλαγής ατζέντας από τα προβλήματα της καθημερινότητας, όπως η ακρίβεια που κατατρώει τα εισοδήματα, οι χαμηλοί μισθοί κτλ. αλλά και μια συνειδητή προσπάθεια ενεργοποίησης του κοινωνικού αυτοματισμού και της σπίλωσης των δημοσίων υπαλλήλων, εν όψει και της πρότυπης δίκης που διεξάγεται στις 6 Ιουνίου στο ΣτΕ για την επαναφορά του 13ου και του 14ου μισθού στο Δημόσιο. Ενα αίτημα για το οποίο υπάρχει μεγάλη κοινωνική στήριξη.
Σε ό,τι μας αφορά, ως ΑΔΕΔΥ, δεν θα επιτρέψουμε να καταργηθεί η συνταγματική πρόβλεψη της μονιμότητας, που αποσκοπεί σε μια ανεξάρτητη, από κομματικούς και πελατειακούς περισπασμούς, δημόσια διοίκηση, κάτι που λειτουργεί, τελικά, προς όφελος του δημοσίου συμφέροντος και του πολίτη.
Δεν θα επιτρέψουμε να γυρίσουμε στην εποχή της πλατείας Κλαυθμώνος. Τα προβλήματα που αντιμετωπίζει σήμερα η δημόσια διοίκηση δεν έχουν σχέση με την κατάργηση της μονιμότητας, αλλά με τις τραγικές ελλείψεις προσωπικού (λείπει πάνω από το 40% των υπαλλήλων), την πολυνομία, την απίστευτη γραφειοκρατία και, φυσικά, τους άθλιους μισθούς των δημοσίων λειτουργών.
*Μέλος της Εκτελεστικής Επιτροπής της ΑΔΕΔΥ