Ο εμπορικός πόλεμος, παράγων ανασφάλειας για έρευνα – ανάπτυξη

2 days ago 4

Του Σάββα Χαραλαμπίδη, γενικού διευθυντή Gilead Sciences

Η ΑΓΟΡΑ φαρμάκου βρίσκεται σε ένα κομβικό σημείο στην Ελλάδα. Από τη μια, έχουμε μια πληθώρα νέων θεραπευτικών επιλογών και τεχνολογιών, πολλές από τις οποίες έχουν τη δυναμική, με πραγματικά επαναστατικούς τρόπους, να αλλάξουν ακόμη και τη φυσική πορεία νοσημάτων που θεωρούσαμε μέχρι σήμερα ανίατα.

Από την άλλη, έχουμε μια επιμένουσα δυστοκία να αντιληφθούμε, ως πολιτεία και κοινωνία, ότι η πρόσβαση στην καινοτομία αυτή συνεπάγεται και μια ανάγκη για επένδυση.

Με απλά λόγια: δεν μπορούμε με τα χρήματα που νομίζαμε ότι θα μπορούμε να δαπανούμε 10 χρόνια πριν να θέλουμε να συνεχίσουμε να έχουμε πρόσβαση σε πολύ περισσότερες θεραπευτικές επιλογές για πολύ περισσότερους ασθενείς (που μέχρι σήμερα δεν διέθεταν αυτές τις θεραπευτικές επιλογές).

ΓΙΑΤΙ ΕΝΩ θέλουμε να εκμεταλλευτούμε τα οφέλη της φαρμακευτικής καινοτομίας στους δείκτες θνητότητας, νοσηρότητας και ποιότητας ζωής των ασθενών στη χώρα, δεν θέλουμε -ή, όπως ισχυριζόμαστε, δεν μπορούμε- να τα χρηματοδοτήσουμε με έναν βιώσιμο τρόπο.

ΣΕ ΚΑΘΕ νέα θεραπεία που καθίσταται προσβάσιμη για τους ασθενείς στην Ελλάδα επιβαρύνεται μια δαπάνη που ήδη ξεπερνά κατά πολύ τον προϋπολογισμό.

Όσο, μάλιστα, δεν δημιουργείται δημοσιονομικός χώρος από τις παλαιότερες θεραπείες που μπορούν να συναγωνιστούν στην τιμή, στην ουσία η δαπάνη αυτή προστίθεται στην υπέρβαση και η φαρμακευτική βιομηχανία καλείται να καλύψει το κόστος, μέσω των υποχρεωτικών επιστροφών.

Οι οποίες υπολογίζονται επί ενός προϋπολογισμού που συμφωνήθηκε επί τη βάσει ιστορικών στοιχείων 10 χρόνια πριν, χωρίς να αντικατοπτρίζει ούτε τις πραγματικές ανάγκες τού σήμερα ούτε τις τρέχουσες πολιτικές και υγειονομικές προτεραιότητες της χώρας. Και κάπως έτσι απλά περνά ο καιρός -αν και οφείλουμε να ομολογήσουμε ότι τα τελευταία δύο χρόνια υπάρχει μια σαφής αναγνώριση -από το υπουργείο- της ανάγκης οι στρεβλώσεις αυτές να διορθωθούν και έχουν ήδη γίνει κάποια διορθωτικά βήματα στην κατεύθυνση αυτή.

Αν όμως δεν θέσουμε σε μια ρεαλιστική βάση, από την αρχή, τις ανάγκες του πληθυσμού και τις προτεραιότητες της πολιτικής υγείας για το τι πρέπει να επιτύχουμε ως χώρα και δεν συμφωνήσουμε για την αντίστοιχη επένδυση που απαιτείται, δεν θα μπορέσουμε να διεξαγάγουμε τη συζήτηση και τη διαπραγμάτευση από μια στέρεη βάση με το βλέμμα στο μέλλον.

Η ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ βάζει «πλάτη», ιδίως όταν το κράτος αποτελεί σε πολλές περιπτώσεις τον μοναδικό ίσως «πελάτη».

Εννοείται ότι έχουμε βάλει μεγάλη πλάτη. Μια πλάτη που για χρόνια «μεγαλώνει» και αγγίζει πια έως και το 75% – 80% της συνολικής δαπάνης! Δηλαδή η καινοτόμος βιομηχανία καλύπτει σε ορισμένες περιπτώσεις, και δη μέσα στα νοσοκομεία, τα 3/4 περίπου της δαπάνης φαρμάκου!

Σε κάθε περίπτωση, εγώ είμαι υπέρμαχος των βιώσιμων λύσεων, διότι, εκτός από στέλεχος της φαρμακευτικής βιομηχανίας, και εγώ και οι συνάδελφοί μου είμαστε πρωτίστως πολίτες της χώρας αυτής, δικαιούχοι ενός ΕΣΥ που ονειρευόμαστε ότι θα μπορεί να αντέξει, να εξελιχθεί και να καλύψει τις πραγματικές ανάγκες όλων μας, με δικαιοσύνη και ισότητα.

ΠΡΟΦΑΝΩΣ και δεν επιδιώκουμε τη σπατάλη -κάθε άλλο. Και γι’ αυτό και στεκόμαστε αρωγοί κάθε θεσμικής προσπάθειας να ελεγχθεί η άκριτη και αχρείαστη κατανάλωση, να παταχθεί η παρανομία, να εξορθολογιστεί και να ψηφιοποιηθεί το σύστημα, ώστε ο έλεγχος σε όλα τα επίπεδα να είναι εφικτός σε πραγματικό χρόνο και οι τιμωρίες να βαρύνουν όλους όσοι = εκμεταλλεύονται τις αδυναμίες του συστήματος.

Όμως αξιώνουμε και μια συμπεριφορά, η οποία αναγνωρίζει την καλή επιχειρηματική πρακτική και συμβάλλει στην κανονικότητα στην αγορά.

Για παράδειγμα, το να γνωρίζουμε εγκαίρως το ύψος του προϋπολογισμού μιας χρονιάς ανά κανάλι διανομής φαρμάκων, πριν οριστικοποιήσουμε τις προβλέψεις μας, μπορεί να βελτιώσει την εγκυρότητά τους και, έτσι, να εξασφαλίσουμε υψηλότερες επενδύσεις για τη χώρα από τις μητρικές εταιρείες, ή επίσπευση των χρόνων πρόσβασης των ασθενών σε νέες θεραπείες.

Και αυτό είναι που τελικά έχει σημασία: μια υγιής, μεσοπρόθεσμα βιώσιμη επιχειρηματικότητα σε ένα ανθεκτικό σύστημα που βελτιώνεται έτι περισσότερο όσο στο μεταξύ καλύπτει τις πραγματικές ανάγκες των πολιτών.

ΠΟΣΟ θα επηρεαστούμε ως Ελλάδα και ως Ευρωπαϊκή Ένωση από τον παγκόσμιο εμπορικό πόλεμο.

Είναι σαφές ότι ο παγκόσμιος εμπορικός πόλεμος δημιουργεί νέα δεδομένα και ακόμη πιο μεγάλες ανασφάλειες αναφορικά με το αύριο της έρευνας και ανάπτυξης αλλά και της πρόσβασης των ασθενών στη φαρμακευτική καινοτομία.

Σε ένα τέτοιο άκρως ανταγωνιστικό πλαίσιο, είναι κρίσιμο η Ευρωπαϊκή Ένωση μέσω των θεσμών της αλλά και τα κράτη ξεχωριστά να προχωρήσουν άμεσα σε απλοποίηση των γραφειοκρατικών διαδικασιών και ενίσχυση της αποτελεσματικότητας στη διαχείριση όλου του κύκλου ζωής της φαρμακευτικής έρευνας και ανάπτυξης.

ΟΠΩΣ και σε μια ρεαλιστική προσέγγιση για το ύψος των επιτρεπόμενων, σε επίπεδο κράτους – μέλους, δαπανών υγείας – και φαρμάκου – στο πλαίσιο των μεσοπρόθεσμων προγραμμάτων.

Διαφορετικά κινδυνεύουμε με μια αποεπένδυση της φαρμακευτικής βιομηχανίας από την Ευρώπη και μια μετανάστευσή της στην άλλη μεριά του Ατλαντικού, όπου οι συνθήκες είναι διαχρονικά ευνοϊκότερες.

Αυτή, με τη σειρά της, σε συνδυασμό με τυχόν υψηλούς δασμούς, θα καταστήσει ακόμη πιο απαγορευτικό το κόστος πρόσβασης στην καινοτομία.

Και τελικά αυτός ο οποίος θα πληρώσει το τίμημα είναι αφενός ο ασθενής και αφετέρου η εθνική και ευρωπαϊκή οικονομία, η οποία θα στερηθεί κρίσιμο παραγωγικό δυναμικό.

Διότι, αν κάτι εμπεδώσαμε από την πανδημία, είναι ότι η υγεία είναι ο πραγματικός πλούτος.

Και αυτόν τον πλούτο της χώρας αλλά και της Ευρώπης δεν μπορούμε να τον εκθέτουμε σε κίνδυνο.

Δείτε όλο το άρθρο

© HellaZ.GR.News 2025. Όλα τα δικαιώματα κατοχυρωμένα

-