Τον Ιούλιο του 2015, τότε που στην Ελλάδα ήμασταν κολλημένοι στις οθόνες και στις ουρές των ΑΤΜ, σε άλλα τραπέζια έδιναν τα χέρια για την JCPOA. Η συμφωνία των 5+1 με το Ιράν για το πυρηνικό του πρόγραμμα ήταν γεγονός και το μυαλό τριβέλιζε ο αφορισμός ότι είναι πιο εύκολο να τα βρεις με τους εχθρούς παρά με τους εταίρους.
Οι Ιρανοί είχαν ξοδέψει πάνω από 200 δισ. δολάρια στο πυρηνικό τους πρόγραμμα, εάν συμπεριλάβει κανείς και το κόστος από τις οικονομικές κυρώσεις. Οι Αμερικανοί είχαν επενδύσει τεράστιο πολιτικό κεφάλαιο για να στήσουν το καθεστώς των κυρώσεων.
Ο Ιρανός πρόεδρος Χασάν Ροχανί έκανε λόγο για ένα σημείο εκκίνησης για την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης, ικανοποιημένη εμφανίστηκε και η διεθνής κοινότητα, πλην της Σαουδικής Αραβίας και του Ισραήλ.
«Ας μη διαπραγματευτούμε ποτέ από φόβο. Αλλά ας μη φοβόμαστε να διαπραγματευτούμε», είχε δηλώσει ο Μπαράκ Ομπάμα, εξαίροντας την αμερικανική διπλωματία, που «μπορεί να κάνει την πραγματική, ουσιαστική αλλαγή». Η αλήθεια είναι ότι η πιο σκληρή και σημαντική διπλωματία γίνεται με τους εχθρούς. Οι αντίπαλοι της συμφωνίας, άλλωστε, δεν είχαν παρουσιάσει αξιόπιστες εναλλακτικές. Όλες ήταν πολύ χειρότερες, καθώς οδηγούσαν σε νέες κραυγές υπέρ του πολέμου. Και ένας πόλεμος είναι πάντα συνταγή καταστροφής.
Ενώ αλώνιζε ο ΙSIS, οι αμερικανικές ή ισραηλινές βόμβες στο Ιράν θα είχαν πολλές συνέπειες. Το σημαντικότερο επιχείρημα εναντίον μιας τέτοιας εξέλιξης ήταν ότι δεν θα πετύχαινε τίποτα περισσότερο από μια αναβολή του πυρηνικού προγράμματος του Ιράν.
Την JCPOA σκότωσε το 2018 ο Τραμπ -ο Μπάιντεν δεν πολυνοιάστηκε να την νεκραναστήσει- και τώρα ο κύκλος φαίνεται ότι πάει να κλείσει. Από εκείνον που σφύριξε τη λήξη. Η νέα συμφωνία -αν το Ισραήλ δεν κάνει μπαμ- ενδέχεται να μη διαφέρει ριζικά από εκείνη προ δεκαετίας. Τρίτος παίκτης η ειρωνεία.