Στο βιβλίο αυτό -που παρουσιάζεται στο Φεστιβάλ Βιβλίου στα Χανιά στο τέλος του Ιουνίου- προσπάθησα να χωρέσω μαρτυρίες των τελευταίων εν ζωή μεταλλεργατών της Σερίφου, οι οποίοι «φροντίζουν» την ιστορία, τη μνήμη και την ταυτότητα του νησιού σε μια εποχή που οι λέξεις «τουριστική ανάπτυξη» ακούγονται σαν οδοστρωτήρας, ενώ εμφανίζονται επιχειρηματίες που διεκδικούν το μισό νησί, εκεί όπου υπήρχαν κάποτε μεταλλευτικές δραστηριότητες.
Κατέγραψα τις μαρτυρίες -βγαλμένες από τα σπλάχνα τους- οχτώ υπερήλικων σήμερα αντρών, οι οποίοι τη δεκαετία 1953-1963, όταν έπεσαν οι τίτλοι τέλους στη λειτουργία των μεταλλείων στο νησί, ήταν παιδιά, ανήλικοι εργάτες στις στοές, στην επιφάνεια της γης, στο φόρτωμα, στις ξυλοδεσιές, στα φουρνέλα, στην οικοδομή των εργατικών κατοικιών ή στο χημείο. Ολοι έχουν να θυμηθούν ατυχήματα, δυστυχήματα, νεκρούς που κουβάλησαν στον ώμο τους. Το χτύπημα της καμπάνας ακόμη και σήμερα τους προκαλεί ανατριχίλα γιατί τότε ήταν προμήνυμα θανάτου στα μεταλλεία.
Ηταν παιδιά που στερήθηκαν τα γράμματα για το μεροκάματο από ήλιο σε ήλιο και περπατούσαν ώρες ατελείωτες για να φτάσουν στις στοές ή στο λιμάνι, στο ίδιο εκείνο λιμάνι που οι εκάστοτε εργολάβοι των μεταλλείων κατέπλεαν με τα κότερα. Σήμερα -υπερήλικες άντρες οι περισσότεροι- κουβαλούν ακόμη στο σώμα τους αναπηρίες από την παιδική τους ηλικία γιατί τότε ήταν απλώς «αριθμοί» σε εργατικά ατυχήματα για τα οποία δεν αποζημιώθηκαν ποτέ. Υπήρξαν θύματα στυγνής εκμετάλλευσης. Τους έκλεψαν την παιδική ανεμελιά, τους έκλεψαν ένσημα, τους έκλεψαν την πατρογονική γη με εκβιασμό. Αυτοί οι άνθρωποι έζησαν τα γεγονότα και δεν άκουγαν μόνο ιστορίες από τους γονείς τους –μεταλλεργάτες και αυτοί από την εμβληματική περίοδο της ματωμένης εξέγερσης του 1916. Εκείνης της εξέγερσης που το αίμα τεσσάρων εργατών θεμελίωσε και καθιέρωσε στην Ελλάδα το 8ωρο, το οποίο σήμερα -έναν αιώνα μετά- αμφισβητείται.
Κατέγραψα τη μαρτυρία μιας 95χρονης γυναίκας, κόρης και συζύγου μεταλλεργάτη, που ο άντρας της στα 22 του χρόνια έμεινε ανάπηρος από εργατικό ατύχημα, γιατί όλα τότε ήταν θέμα ατομικής ευθύνης. Η μνήμη της δεν διέγραψε ούτε μία λεπτομέρεια εκείνης της εκμετάλλευσης και της κακοποίησης του τόπου και των ανθρώπων.
Κατέγραψα στο νησί και τις μαρτυρίες τεσσάρων παιδιών μεταλλεργατών, που ανήκουν σε αυτή τη γενιά με το τραυματικό βίωμα των γονιών και των παππούδων τους στα λεηλατημένα σπλάχνα της Σερίφου. Ολοι αυτοί επιμένουν να κρατήσουν ζωντανή την ιστορία της λεηλασίας που υπέστη η Σέριφος και να μην παραχωρήσουν σπιθαμή από τη γη τους σε διεκδικητές.
Εντόπισα μέσα σε συρτάρια -ανάμεσα σε καλά φυλαγμένες φωτογραφίες- το βιβλιάριο εγγραφής στο σωματείο ενός μεταλλεργάτη τον Ιούλιο του 1916, πριν από την αιματοβαμμένη εξέγερση του Αυγούστου. Συνοδεύεται από το καταστατικό λειτουργίας με την υποχρέωση να το τηρήσει ο ίδιος ως συνδικαλισμένος εργάτης. Ευκαιρία για σύγκριση με τα σημερινά απαξιωμένα εργατικά σωματεία/σφραγίδες.
Ο σημερινός επισκέπτης στο «πληγωμένο» από αυτήν την αμφιλεγόμενη ανάπτυξη νησί αντικρίζει παντού τρύπες, μπάζα, σκουριασμένα εγκαταλειμμένα μηχανήματα, σκάλες φόρτωσης υπό κατάρρευση, τρυπημένα βαγονέτα. Οι προσωπικές ιστορίες των τότε ανήλικων εργατών είναι πολύτιμο εργαλείο στην προσπάθεια που καταβάλλει το ΕΜΠ -με τον Νίκο Μπελαβίλα επικεφαλής- για να παραμείνει η πρώην μεταλλευτική ζώνη του νησιού μακριά από τα επιχειρηματικά κοράκια που διεκδικούν 2.500 στρέμματα για να τα μετατρέψουν σε resort.
Στο βιβλίο υπάρχει φωτογραφικό υλικό από τη μεταλλευτική δραστηριότητα στο νησί, ενώ στο εξώφυλλο οι μαυροφορεμένες γυναίκες που γεμίζουν το βαγονέτο είναι «ξένες» από το Δίστομο μετά το ολοκαύτωμα. Ο ιστορικός Βαγγέλης Καραμανωλάκης αναλύει το καταστατικό λειτουργίας του σωματείου το 1916, ο καθηγητής Νίκος Μπελαβίλας βάζει το ιστορικό πλαίσιο της μεταλλευτικής δραστηριότητας στην Ελλάδα των αρχών του 20ού αιώνα. Ενα μεγάλο ευχαριστώ στις εκδόσεις Πυξίδα της Πόλης και τον Ματθαίο Φραντζεσκάκη που ανέλαβαν την έκδοση αυτής της έρευνας μόνο με εθελοντισμό και πάθος για την προφορική ιστορία. Κατέγραψα τις φωνές τους πριν σβήσουν, για να μην πει κανείς ότι δεν γνώριζε ότι κάποιοι ξεκοίλιασαν τα σπλάχνα της Σερίφου.
Μαρτυρία του Γιώργου Μαθιουδάκη
Ημουν 12,5 χρόνων όταν έπιασα δουλειά στα μεταλλεία το 1953. Εργάτης για 7 χρόνια στις γαλαρίες και στις μπούκες, μέχρι που ήρθε ο «Μεσογειακός Ομιλος» με διαχειριστή τον Ανδρέα Αποστολίδη, αντιπρόεδρο της κυβέρνησης της ΕΡΕ του γέρου Καραμανλή και τα έκλεισε δηλώνοντας πτώχευση. Εχω 2.500 ένσημα από τα μεταλλεία. Γράφουν: φορτωτικά. Μετά το κλείσιμο, ψάχνοντας για δουλειά, μετανάστευσα πρώτα στην Αθήνα και μετά για πέντε χρόνια στην Αυστραλία.
Τι έζησα εγώ από δυστυχήματα; Ημουν 13 χρόνων. Πήγαινα με τα βαγόνια να μοιράσω τα «μακάπια» για τα φουρνέλα. Με φωνάζει τρομαγμένος ένας εργάτης «Γιωργάκη τρέξε!! Πάνω στην Φυρή Πλάκα, στον Κουταλά σκοτώθηκε κάποιος». Τρέχω, μπαίνω μέσα στην γαλαρία και βλέπω τον Ιωσήφ τον Ξυπνητό, 32 χρονών νιόπαντρος με ένα μικρό παιδάκι, σκοτωμένος, στραπατσαρισμένος. Τον ξαπλώσαμε πάνω σε μια ξύλινη σκάλα και τον βγάλαμε έξω. Δεν υπήρχαν τότε φορεία. Σοκαρίστηκα. Και να πω και τούτο: τα δύο αδέλφια του σκοτωμένου εργάτη έχουν πάει μάρτυρες υπέρ της εταιρείας, γιατί φτωχύνανε και τους «λαδώσανε»…
«Κατεβαίνω κάτω στην θάλασσα, μπαίνω με την λάμπα ασετυλίνης στην γαλαρία και βλέπω τρεις εργάτες πλακωμένους. Ο ένας 45 ετών και οι άλλοι δύο 40άρηδες. Από αυτούς ο ένας έμεινε κουτσός όλη του την ζωή. Ο δεύτερος νεκρός και ο τρίτος με πλακωμένα τα πόδια του»
Φτάνω στην ηλικία των 15 ετών. Αυτοκίνητα τότε δεν υπήρχαν. Τα βαγόνια τα έσερναν τα μουλάρια. Αρρωσταίνει ο Αντώνιος ο Βγενής, αυτός που είχε το μουλάρι στο Αέτι, περιοχή πριν βγούμε στον Κουταλά. Αξίζει να σας πω ότι αυτός στόλισε και ανέβασε στο μουλάρι την βασίλισσα Φρειδερίκη και τον Παύλο, όταν ήρθαν το 1956 στην πιάτσα της Χώρας στην Σέριφο. Μου προτείνουν λοιπόν να οδηγήσω εγώ το μουλάρι για να τραβά τα βαγόνια με το μετάλλευμα. Το έκανα. Κατά τις 2 το μεσημέρι, βλέπω από μακριά έναν εργάτη -τον λαουτιέρη τον Αντώνη τον Κουζούπη στο βίντσι που είναι οι ράγες πάνω στο βουνό- να κουνάει απεγνωσμένα τα χέρια του και να μου κάνει σινιάλο να φρενάρω τα βαγόνια, να σταματήσει το μουλάρι. Ζυγώνω κοντά, «τι έγινε μαστρο-Αντώνη», τον ρωτώ και μου απάντησε: «Κάτω σκοτωθήκανε!». Το λέω και ανατριχιάζω (σ.σ. τον πιάνουν τα κλάματα και σταματά την αφήγηση).
Κατεβαίνω κάτω στην θάλασσα, μπαίνω με την λάμπα ασετυλίνης στην γαλαρία και βλέπω τρεις εργάτες πλακωμένους. Ο ένας 45 ετών και οι άλλοι δύο 40άρηδες. Από αυτούς ο ένας έμεινε κουτσός όλη του την ζωή. Ο δεύτερος νεκρός και ο τρίτος με πλακωμένα τα πόδια του. Βάζουμε τον σκοτωμένο πάνω σε μια ξύλινη σκάλα, τον βγάζουμε έξω από τη στοά και εν συνεχεία τον ανεβάζουμε πάνω στο μουλάρι για να τον μεταφέρει στον Καλλίτσο. Να ταφεί στον τόπο του. Αυτές ήταν οι πιο δυσάρεστες στιγμές στην ζωή μου. Δεν είχα όμως άλλη επιλογή. Ηταν μεγάλες οι ανάγκες της οικογένειας, της ζωής, ήμουν και νεαρός, γλυκάθηκα από τα χρήματα. Τα βράδια πήγαινα και φόρτωνα τα καράβια με μετάλλευμα. Τα ένσημα του ΙΚΑ γράφουν «φορτωτικά».
Δούλευα από τα χαράματα μέχρι το απόγευμα. Οταν ξυπνούσαμε πηγαίναμε μπροστά στην γαλαρία και εκεί ο επιστάτης είχε δυο κιβώτια με ασετυλίνη. Με δυο κουτάλια γάλακτος είχε κάνει κάτι σαν ζυγαριά. Από την μια πλευρά έβαζε πέτρες από την άλλη την ασετυλίνη. Με το ζύγι, μην πάρουμε παραπάνω απ’ όσο χρειαζόταν για την βάρδια, γιατί ήταν είδος πολυτελείας. Πριν από την ασετυλίνη, δίνανε λάδι για τον λύχνο και το φανάρι. Οταν όμως θεωρούσαν σπάταλο κάποιον εργάτη, έλεγαν οι επιστάτες: «Μην λαδώσεις σήμερα τον Γιώργο γιατί χθες έφυγε νωρίτερα από την δουλειά». Μας δίνανε την ασετυλίνη, την βάζαμε μέσα στις λάμπες και πηγαίναμε στις σκοτεινές γαλαρίες. Ημουν ο άνθρωπος για όλες τις δουλειές...
Είχα έναν θείο διοικητικό υπάλληλο της εταιρίας. Μανώλης Βασιλειάδης το όνομά του. Τον παίρνω με το μουλάρι και τον πάω στο Μέγα Λειβάδι. Οταν φτάνουμε στο Μέγα Χωριό μου λέει: «Βρε ανηψιέ τι μεροκάματο θες να σου δώκω»; «Ο,τι θες εσύ» του αποκρίνομαι. «Θα σου δώκω 14 δραχμές». «Δεν βάζεις κάτι παραπάνω μπάρμπα»; Μου το ‘καμε 16 δραχμές το 1953… Στην αρχή που δεν είχε ΙΚΑ στην Σέριφο, μας έκλεβαν τα ένσημα. Το ΙΚΑ ήρθε το 1955. Αρχικά είχε Ταμείο Μεταλλευτών και αργότερα Ταμείο Αλληλοβοηθείας. Ενσημα άρχισαν να μου κολλάνε το 1955. Η μητέρα μου ήταν αυτή που εισέπραττε τα χρήματα για την δουλειά τεσσάρων εργατών από την οικογένειά μας. Η εταιρεία τα έφερνε στον Κουταλά ή στο Μέγα Λειβάδι. Τρία χιλιάρικα από την εργασία τεσσάρων ανθρώπων. Καλά ήταν για την εποχή. Είχαμε και τα ζαρζαβατικά μας και ζούσαμε.
Με αναζητήσανε και από την σημερινή εταιρεία η οποία λέει πως αγόρασε από τους Αγγελόπουλους τα κτήματα. Μου είπαν οι εκπρόσωποι της εταιρείας: «Κύριε Μαθιουδάκη έχετε ένα κτήμα εσείς στον Κουταλά, όμως και η εταιρεία έχει ένα κομμάτι». «Με συγχωρείτε» τους απάντησα «με τι συμβόλαια τα αγοράσατε;» «Εχουμε και συμβόλαια και τοπογραφικά» μου απάντησαν. «Συγνώμη αλλά όλα αυτά τα συμβόλαια είναι μαϊμού και εκβιαστικά. Ο νέος ιδιοκτήτης αγόρασε γουρούνι στο σακί».
Θα σας πω την ιστορία με τα υποτιθέμενα συμβόλαια. Την έζησα δεν την άκουσα. Εκεί στον Κουταλά το 1957 χτίστηκαν στο δικό μας αλώνι τρία σπίτια, επί εργολαβίας Ανδρέα Αποστολίδη, για να στεγαστούν ξένοι εργάτες που φτάναν στο νησί. Ενα μεσημέρι, επιστρέφοντας εμείς από τα μεταλλεία, βλέπουμε να σκάβουν με τσαπιά μέσα στα χωράφια του παππού μου. Ρωτάω την μάνα μου γιατί χαλούν το αλώνι μας; «Σώπα παιδάκι μου -μου απάντησε με χαμηλή φωνή- ο Γεωργιάδης, άνθρωπος του Αποστολίδη, με απείλησε πως αν δεν δεχτώ να χτίσουν μέσα στο κτήμα μας θα σας σχολάσουν και τους τέσσερις και τον πατέρα σας και όλα τα αδέρφια σου». Η μάνα μου αγράμματη, φοβήθηκε ότι θα αναγκαστούμε από την φτώχεια να φύγουμε με τον ντορβά στον ώμο και έτσι, με εκβιασμό, μας πήρανε το χωράφι. Στο μιλητό, χωρίς χαρτιά. Τα χάσαμε, γιατί είχανε κάνει κατοχή. Ασε που βάλανε και μηχανήματα μέσα. Φτάσαμε στα δικαστήρια το 1982 . Κερδίζουμε την πρώτη δίκη. Κερδίζουμε και την δεύτερη και μετά με ψευδορκία χάσαμε την υπόθεση…
Οταν περνάω από τις στοές της Σερίφου κλαίω, γιατί εκεί έζησα σκληρά δύσκολα παιδικά χρόνια.