Στα έγκατα της γης, εκεί όπου δεν φτάνει ούτε ο ήλιος ούτε ο νόμος, δεκάδες άνδρες λιμοκτονούν. Κάποιοι πεθαίνουν. Κάποιοι τρώνε τους νεκρούς για να επιβιώσουν.
Οι περισσότεροι δεν θα ξαναδούν ποτέ το φως. Είναι οι παράνομοι μεταλλωρύχοι του Buffelsfontein — του «Buffels» όπως το λένε οι ντόπιοι — ενός εγκαταλελειμμένου ορυχείου χρυσού στη Νότια Αφρική, βάθους 3 χιλιομέτρων, που μετατράπηκε σε τάφο για τουλάχιστον 109 ανθρώπους. O Ecconomist περιγράφει την ιστορία της φρίκης.
Ο Τζορτζ και ο Άλφρεντ, δύο φίλοι από το Kούμα, κατέβηκαν στο ορυχείο τον Ιούλιο του 2024. Η δουλειά τους ήταν να παραλαμβάνουν τα πακέτα τροφίμων και να τα στέλνουν πιο βαθιά. Όμως τον Αύγουστο οι αποστολές σταμάτησαν. Η αστυνομία κατέλαβε το πάνω μέρος του φρεατίου και έκοψε τον ανεφοδιασμό.
Οι μεταλλωρύχοι είχαν γνωρίσει την πείνα και στο παρελθόν — αλλά ποτέ έτσι. Αργότερα θα μιλούσαν για σκασμένο δέρμα, πληγές που δεν έκλειναν, μια εσωτερική πίεση που δεν σε άφηνε ούτε να κοιμηθείς ούτε να ξυπνήσεις πραγματικά.
Ο Τζορτζ και ο Άλφρεντ το αποκαλούσαν «το πένθος της πείνας» — μια νάρκωση που σε κατακλύζει από μέσα. Κάποτε πέρασαν 18 μέρες χωρίς να φάνε τίποτα. Αν και, τι θα πει «μέρα», όταν δεν έχεις δει ήλιο για μήνες;
Η δουλειά τους ήταν να κάθονται σε ένα από τα ενδιάμεσα επίπεδα του ορυχείου χρυσού Buffelsfontein, βάθους 37 ορόφων — περίπου ένα χιλιόμετρο κάτω από τη γη — και να παραλαμβάνουν το φαγητό που κατέβαινε δεμένο με σχοινί στον τσιμεντένιο φρεάτιο.
Στη συνέχεια το έστελναν πιο κάτω. Στις καλές εποχές, οι μεταλλωρύχοι μπορούσαν να έχουν σχεδόν ό,τι λαχταρούσαν — έστω και σε υπερτιμημένες τιμές: χυλό από καλαμπόκι, σαρδέλες, αποξηραμένο κρέας, γάλα, μπισκότα, μαγιονέζα, Coca-Cola, μπύρα, ουίσκι, τσιγάρα, ακόμα και κουβάδες με κοτόπουλο από το τοπικό KFC. Το σχοινί δεν μετέφερε μόνο φαγητό, αλλά και ανθρώπους.
«Εκείνοι που δοκιμάζουν την τύχη τους»
Το ασανσέρ είχε πάψει να λειτουργεί από το 2013, όταν το Buffels — όπως το αποκαλούσαν όλοι — έκλεισε. Το ίδιο και τα συστήματα αερισμού και ψύξης. Στο βαθύτερο σημείο του, στα 3 χιλιόμετρα κάτω από τη γη, η φυσική θερμοκρασία του βράχου έφτανε τους 58,6 βαθμούς Κελσίου. Δεν ήταν τυχαίο που όσοι έσκαβαν παράνομα στον λαβύρινθο των εγκαταλελειμμένων στοών ήταν γνωστοί ως «zama-zamas» — εκείνοι που «δοκιμάζουν την τύχη τους».
Το μεγαλύτερο μέρος του χρυσού που εξήγαγαν οι zama-zamas κατέληγε σε νόμιμους εμπόρους, ενεχυροδανειστήρια ή μικρές μεταλλευτικές εταιρείες. Με την προέλευσή του εξαφανισμένη, ο χρυσός έμπαινε κανονικά στην παγκόσμια αγορά, μεταμορφωνόταν σε βέρες και ράβδους.
Όσο η τιμή του χρυσού ανέβαινε, τόσο πιο βαθιά κατέβαιναν οι μεταλλωρύχοι. Το 2015, μία ουγγιά χρυσού κόστιζε λίγο πάνω από 1.000 δολάρια. Στα τέλη του 2024, πλησίαζε τα 3.000 για πρώτη φορά στην ιστορία. Αλλά ο κόσμος του εμπορίου δεν είχε πια καμία σημασία για τους άνδρες που ήταν παγιδευμένοι στα έγκατα της γης, αργοπεθαίνοντας από την πείνα. Μια μέρα του Αυγούστου του 2024, ο Τζορτζ και ο Άλφρεντ (όχι τα πραγματικά τους ονόματα) περίμεναν να κατέβει το σχοινί. Δεν κατέβηκε ποτέ. Ούτε την επόμενη μέρα.
Αρχικά δεν ανησύχησαν ιδιαίτερα — είχαν ξανασυμβεί διακοπές στις προμήθειες. Αλλά αυτή τη φορά, οι μέρες έγιναν εβδομάδες. Και οι εβδομάδες, μήνες. Ακόμη και με αυστηρότατη λιτότητα, τα αποθέματα τελείωναν επικίνδυνα. Χωρίς το σχοινί, δεν υπήρχε έξοδος. Χωρίς σήμα κινητής τηλεφωνίας, οι άνδρες ήταν αποκομμένοι από τον έξω κόσμο.
Όλοι ήθελαν να βγουν…
Τον Νοέμβριο, ένας άλλος zama-zama κατέβηκε με σχοινί και τους μετέφερε την είδηση: η νοτιοαφρικανική αστυνομία είχε στρατοπεδεύσει στην επιφάνεια του φρεατίου και είχε αναλάβει τον έλεγχο όσων έμπαιναν και έβγαιναν. Κλείνοντας τις προμήθειες, οι αρχές ήλπιζαν να εξαναγκάσουν τους μεταλλωρύχους να βγουν.
Όμως ταυτόχρονα είχαν μπλοκάρει και τις παράνομες ομάδες σχοινιών που χρησιμοποιούσαν οι εργάτες για τη διαφυγή τους. Η αστυνομία ισχυρίστηκε πως οι μεταλλωρύχοι μπορούσαν να περπατήσουν υπόγεια μέχρι άλλο φρεάτιο και να βγουν — και ότι δεν το έκαναν από φόβο για σύλληψη. Οι εργάτες, αντίθετα, υποστήριξαν ότι το άλλο φρεάτιο ήταν απροσπέλαστο — κάτι που επιβεβαιώθηκε και από την εταιρεία που το κατέχει. Ήθελαν απελπισμένα να βγουν. «Όλοι ήθελαν να βγουν», είπε αργότερα ο Άλφρεντ.
«Λέγανε πως το να είσαι στη φυλακή είναι καλύτερο από το να είσαι φυλακισμένος εδώ, στο ορυχείο» Τελικά, τον Νοέμβριο, η αστυνομία επέτρεψε στους κατοίκους μιας κοντινής παραγκούπολης να ρίξουν ξανά σχοινί. Χρειάζονταν 20 άνδρες και 40 λεπτά για να ανεβάσουν έναν μεταλλωρύχο. Στη ζέστη του καλοκαιριού, μπορούσαν να διασώσουν μόνο λίγους την ημέρα. Κατέβαζαν και μικρές ποσότητες από ποριτζ και mageu, ένα ρόφημα από καλαμπόκι. Αλλά οι προμήθειες ήταν ελάχιστες και η επιχείρηση σωτηρίας υπερβολικά αργή.
Απόγνωση και κανιβαλισμός
Στο υπέδαφος οι άνδρες τσακώνονταν για φαγητό, έπεφταν στο πάτωμα, μάζευαν ό,τι χυνόταν. Πέθαιναν: άλλοι από την πείνα, άλλοι από αρρώστιες, άλλοι από πτώσεις στην προσπάθεια να διαφύγουν.
Ο Τζορτζ και ο Άλφρεντ είπαν ότι αρκετοί άρχισαν να τρώνε τους νεκρούς, ανταλλάσσοντας τρία γραμμάρια χρυσού για ένα κομμάτι σάρκα.
Ένας μεταλλωρύχος, αφού είχε ήδη πάρει το μερίδιό του από το ποριτζ, παρακάλεσε τους «αρχηγούς» για λίγο ακόμη. Του το αρνήθηκαν. Μισή ώρα αργότερα, ήταν νεκρός. Οι περισσότεροι από τους εργάτες ήταν μετανάστες από τη Μοζαμβίκη, το Λεσότο ή τη Ζιμπάμπουε.
Ο Τζορτζ και ο Άλφρεντ ήταν Νοτιοαφρικανοί. Είχαν παρηγορηθεί με τη σκέψη ότι η κυβέρνησή τους δεν θα τους σκότωνε. Τώρα πια δεν ήταν σίγουροι. Καθώς κοιτούσε στο απέραντο τσιμεντένιο φρεάτιο, ο Άλφρεντ αναρωτήθηκε: γιατί να πεθάνει αργά από την πείνα, όταν μπορούσε να τελειώσει με ένα άλμα;
Ζώντας σαν στρατιώτες στα έγκατα
Το Buffelsfontein άνοιξε το 1953 και παρήγαγε πάνω από 2.200 τόνους χρυσού. Είχε 18.000 εργαζόμενους, γκολφ για τους λευκούς, ποδόσφαιρο για τους μαύρους. Το 2013 έκλεισε. Οι εταιρείες αποχώρησαν. Οι zama-zamas — οι «παίκτες της τύχης» — κατέλαβαν τις στοές.
Όπως περιγράφει ο Economist, οι μεταλλωρύχοι ζουν κάτω από συνθήκες σιδερένιας πειθαρχίας. Οι συμμορίες που ελέγχουν τα φρεάτια επιβάλλουν κανόνες, πουλούν αλκοόλ και φάρμακα, και συγκεντρώνουν πρόστιμα σε χρυσάφι. Το κατάστημα του φρεατίου 10 λειτουργεί σαν υπόγεια αγορά και χώρος συνελεύσεων. Κάποιες μέρες, υπήρχε και χορός.
Οι συμμορίες famo, με ρίζες σε μουσικά συγκροτήματα του Λεσότο, έχουν εξελιχθεί σε εγκληματικά δίκτυα. Σφάζονται μεταξύ τους για τον έλεγχο των στοών, εκβιάζουν, βασανίζουν, σκοτώνουν. «Δεν είναι Ρομπέν των Δασών», λέει μηχανικός του Buffels. «Είναι αιμοσταγείς δολοφόνοι».
Η σρατηγική της πείνας
Η κυβέρνηση ξεκινά την επιχείρηση «Vala Umgodi» τον Δεκέμβριο του 2023. Η στρατηγική ήταν απλή: πείνα. Στο Buffels, όμως, οι εναλλακτικές έξοδοι είχαν καταρρεύσει. Η μόνη διέξοδος ήταν το σχοινί. Οι ντόπιοι οργανώνουν διάσωση. Κατεβάζουν τρόφιμα. Ανασύρουν πτώματα.
Ο Τζορτζ και άλλοι 13 επιζώντες σκαρφαλώνουν 1 χιλιόμετρο κάθετα, μέσα από τα ερείπια του παλιού ανελκυστήρα. Περνούν δίπλα από εννιά πτώματα. Κάνουν κύκλο, προσεύχονται, σιωπούν. Φτάνουν στην επιφάνεια με πληγές, κράμπες και τίποτα άλλο.
Μόνο στις 13 Ιανουαρίου 2025 η κυβέρνηση αποφασίζει να αναθέσει σε ιδιωτική εταιρεία την επιχείρηση διάσωσης. 109 άνθρωποι είναι νεκροί. Οι υπόλοιποι συλλαμβάνονται. Η επιχείρηση έχει ολοκληρωθεί. Οι ένοχοι; Κανείς επίσημα.
Ο Τζορτζ καταδικάστηκε και πλήρωσε πρόστιμο. Ο Άλφρεντ περιμένει τη δίκη του. Και οι δυο δηλώνουν ότι δεν θα ξανακατέβουν. «Δεν λέμε ότι είμαστε αθώοι», λέει ο Άλφρεντ. «Αλλά αυτοί εκεί πάνω… μας σκότωσαν».