Η τηλεπερσόνα δήλωσε ότι οι κατηγορούμενοι της προκάλεσαν ψυχολογικά τραύματα αφού την έδεσαν και την φίμωσαν για να κλέψουν κοσμήματα αξίας εκατομμυρίων δολαρίων από το κεντρικό διαμέρισμα του Παρισιού όπου διέμενε κατά τη διάρκεια της Εβδομάδας Μόδας.
Ο δικαστής διάβασε μια επιστολή του κατηγορούμενου Αομάρ Αίτ Κεντάτσε που γράφτηκε μετά τη σύλληψή του το 2017, στην οποία ζητούσε συγγνώμη για τον «πόνο» που προκάλεσε στην Καρντάσιαν. Ο Κεντάτσε παραδέχτηκε τη συμμετοχή του στη ληστεία, αλλά αρνείται τους ισχυρισμούς των γαλλικών αρχών ότι ο ρόλος του σε αυτή ήταν πρωταγωνιστικός.
Η Καρντάσιαν δεν γνώριζε την επιστολή ως να διαβαστεί στο δικαστήριο. «Εκτιμώ την επιστολή σίγουρα, την εκτιμώ», είπε δακρυσμένη. «Σε συγχωρώ, αλλά δεν αλλάζει αυτό – τα συναισθήματα και το τραύμα και ο τρόπος που αλλάζουν για πάντα η ζωή μου». τόνισε ακόμη.
Νωρίτερα, η Καρντάσιαν έβαλε τα κλάματα ενώ έλεγε στο δικαστήριο πώς η δοκιμασία «άλλαξε τα πάντα» στη ζωή της. Μεταξύ άλλων θυμήθηκε ότι φοβόταν ότι η αδερφή της Κόρτνει θα την έβρισκε «νεκρή από πυροβολισμό» στο κρεβάτι του διαμερίσματος.
«Έπρεπε να αλλάξω τη ζωή μου...αν κάποιος ανέβαινε τις σκάλες και του φώναζα και δεν απαντούσε, άρχισα να κλαίω διατί μου θύμιζε εκείνη την εποχή», κατέθεσε.
«Προσπαθώ να είμαι προστατευτική και έχω πολλή ασφάλεια περίγυρα από το σπίτι μου ακόμα κι αν είναι υπερβολικό ή γελοίο για τους άλλους, αυτό χρειάζομαι για να νιώθω ασφαλής και να κοιμάμαι και είμαι σωστά με αυτό», σημείωσε.
Οκτώ από τους 10 κατηγορούμενους - οι οποίοι αντιμετωπίζουν κατηγορίες όπως ένοπλη ληστεία, απαγωγή και εγκληματική συνωμοσία - αρνούνται οποιαδήποτε ανάμειξη στην υπόθεση.