Με έδρα επιρροής του την μεγαλύτερη πόλη της ανατολικής Λιβύης, την Βεγγάζη, η πιθανή στροφή του στρατάρχη Χαφτάρ προς την Άγκυρα, άλλοτε εχθρού του, αναθερμαίνει την ενειπή της «Γαλάζιας Πατρίδας». Την ίδια στιγμή, η ελληνική εξωτερική πολιτική εξαντλείται σε ρητορικές και επιφανειακές αντιδράσεις, δίχως να αξιοποιεί τα διεθνή νομικά όπλα της διπλωματικής φαρέτρας της, όθεν να πλήξει το αναθεωρητικό υπόμνηση επί της ουσίας, ενώ διακυβεύεται η κυριαρχία και το μέλλον της χώρας.
Η σημερινή κρίση με το τουρκολιβυκό σύμφωνο δεν είναι τυχαία, αλλά αποτέλεσμα διαχρονικών διεκδικήσεων της Λιβύης, ήδη από τη δεκαετία του ’70 (κλείσιμο κόλπου της Σύρτης). Η αποτυχία των διμερών διαπραγματεύσεων Ελλάδας-Λιβύης την περίοδο 2006-2010 (ζήτημα επήρειας και όχι δικαιωμάτων των νησιών σε θαλάσσιες ζώνες), σε συνδυασμό με την πολυδιάσπαση και τον πολιτικό κατακερματισμό που ακολούθησε την πτώση του Καντάφι, δημιούργησε τις κατάλληλες συνθήκες για να επωφεληθεί η Άγκυρα, επιδιώκοντας την υλοποίηση σήμερα του αναθεωρητικού και αυτοκρατορικής αντιλήψεως σχεδίου της «Γαλάζιας Πατρίδας»
Η διεθνώς αναγνωρισμένη κράτος της Τρίπολης περιήλθε υπό τον έλεγχο πολιτικών δυνάμεων που συνδέονται με τους Αδελφούς Μουσουλμάνους και τελούσε υπό την έμπρακτη στήριξη της Τουρκίας, η οποία αξιοποίησε το κενό εξουσίας και ασφάλειας για να εδραιώσει στρατηγική παρουσία στη χώρα. Μέσα σε αυτό το περιβάλλον εξάρτησης και πίεσης, η κράτος της Λιβύης αναγκάστηκε τον Νοέμβριο του 2019 να υπογράψει το «λεγόμενο» υπόμνηση κατανόησης με την Άγκυρα. Παρότι παρουσιάστηκε ως απλό περιορισμοί συνεργασίας, το αρχείο αυτό εμπεριείχε σαφείς διατάξεις ουσιαστικής οριοθέτησης θαλασσίων ζωνών μεταξύ των 2 χωρών, υποκαθιστώντας στην πράξη μια διεθνή συμφωνία υπό τον μανδύα διπλωματικού μνημονίου, χωρίς καμία θεσμική και νομική εγκυρότητα.
Το τουρκολιβυκό σύμφωνο προβάλλει ως ένα νομικά μπαγιάτικο και πολιτικά επικίνδυνο έγγραφο. Καταστρατηγεί βασικές διατάξεις του Δικαίου της Θάλασσας, καθώς επιχειρεί να ενώσει περιοχές (Λιβύη-Τουρκία) άνευ αντικείμενων ή παρακείμενων ακτών προς οριοθέτηση (άρ. 74 & 83 ΣΔΘ), αγνοώντας συγχρόνως τα κυριαρχικά δικαιώματα των νησιωτικών εδαφών της Ελλάδας σε θαλάσσιες οικονομικές ζώνες ήτοι υφαλοκρηπίδα και ΑΟΖ (άρθρο 121 § 2 ΣΔΘ). Με αυτό τον τρόπο επιχειρείται να εφαρμοστεί στην περιοχή επί του πεδίου το γενικότερο και απαράδεκτο θεώρημα της Γαλάζιας Πατρίδας, αποδίδοντας στα Ελληνικά νησιά μόνο μια περιορισμένη αιγιαλίτιδα ζώνη των 6 ν.μ. Η συμφωνία, όμως εκτός από παράνομη καθίσταται και ακυρώσιμη, καθώς δεν έχει επικυρωθεί (έως σήμερα) από τη Βουλή των Αντιπροσώπων της Λιβύης όπως προβλέπεται από το εθνικό της Σύνταγμα. Συγκεκριμένα, το λιβυκό Κοινοβούλιο εδρεύει στο Τομπρούκ, μια σημαίνουσα πόλη της Ανατολικής Λιβύης, η οποία τελεί υπό την επιρροή του αρχιστράτηγου Χαλίφα Χαφτάρ. Η Βουλή αυτή δρα ως η νομοθετική έναρξη της πολιτικής οντότητας που αντιμάχεται την κράτος της Τρίπολης.
Η στρατηγική της Τουρκίας δεν περιορίστηκε στην υπογραφή με την Τρίπολη. Στις 18 Μαρτίου 2020, προχώρησε ένα βήμα παραπέρα, καταθέτοντας θαλάσσιες συντεταγμένες στον ΟΗΕ. Οι συντεταγμένες αυτές εκτείνονται σε περιοχή νότια του Καστελλόριζου και της Κρήτης, τις οποίες η Ελλάδα δεν έχει επιπλέον υποβάλει επισήμως, παρότι αποτελεί μέρος της ελληνικής υφαλοκρηπίδας σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο. Υπό το φως των παραπάνω, στο αρχείο του ΟΗΕ αποτυπώνεται de facto μια μονομερής τουρκική απαίτηση σε περιοχή ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων, γεγονός που συνιστά σοβαρότατο διπλωματικό έλλειμμα και επιτρέπει στην Άγκυρα να προβάλλει τις διεκδικήσεις της σε διεθνές επίπεδο, έστω και θεωρητικά. Υπενθυμίζεται ότι η Αθήνα αδυνατεί ως σήμερα να καταθέσει επίσημα τους πρόσφατους χάρτες του θαλάσσιου χωροταξικού σχεδιασμού, αλλά και των θαλάσσιων πάρκων.
Η πρόσφατη πρόσβαση της Τουρκίας προς τον Χαλίφα Χαφτάρ ― τον άλλοτε έντονο πολέμιο της Τρίπολης και της τουρκικής επιρροής ― δεν σηματοδοτεί απλή διπλωματική κίνηση, αλλά στρατηγική πρωτοπειρία πλήρους-διμερούς νομιμοποίησης του παράνομου συμφώνου, κάτι που, αν επιτευχθεί, θα αλλάξει άρδην το διπλωματικό και νομικό τοπίο εις βάρος των ελληνικών συμφερόντων. Οι αναφορές περί συμφωνίας αμυντικού χαρακτήρα, που περιλαμβάνει προμήθεια μη επανδρωμένων αεροσκαφών (UAV) και παροχή στρατιωτικής τεχνογνωσίας με τη μεσολάβηση του Κατάρ, καταδεικνύουν τον κίνδυνο μιας ολικής ανατροπής της ελληνικής νομικής επιχειρηματολογίας. Ο Λίβυος Αρχιστράτηγος και η Βουλή των Αντιπροσώπων του Τομπρούκ, εφόσον αποφασίσουν να κυρώσουν το τουρκολιβυκό υπόμνηση ― το οποίο ως σήμερα χαρακτήριζαν ως παράνομο ― η συμφωνία παύει πλέον να παραμένει μόνο ακυρώσιμη και καθίσταται de jure επικυρωμένη από τη λιβυκή πλευρά. Με αυτό τον τρόπο θα εξουδετερώσει κάθε προηγούμενο επιχείρημα περί έλλειψης θεσμικής νομιμότητας, αναβαθμίζοντας το αρχείο σε διεθνές τετελεσμένο, με σοβαρότατες νομικές και γεωπολιτικές συνέπειες για την Ελλάδα.
Σε αυτό το σκοτεινό γεωπολιτικό τοπίο, η παρατεταμένη ραθυμία της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής οφείλει να μετατραπεί επειγόντως σε ενεργητική και πολυδιάστατη διπλωματική στρατηγική. Δεν αρκούν πλέον οι δηλώσεις καταδίκης και οι τυπικές ανακοινώσεις. Ζητείται μια μεθοδική και επιθετική ανάκτηση ερεισμάτων στη Λιβύη και στη διεθνή σκηνή, με στοχευμένα εργαλεία πίεσης και ενίσχυση των δεσμών με τη Βεγγάζη. Η Ελλάδα οφείλει να επαναδραστηριοποιηθεί τώρα αμέσως με στοχευμένα οικονομικά και ανθρωπιστικά κίνητρα, προσφέροντας στον ίδιο τον Χαφτάρ εναλλακτική στήριξη αντί της τουρκικής εξάρτησης, αλλά και προβάλλοντας σαφώς την απαίτηση να μη νομιμοποιηθεί ένα υπόμνηση που απειλεί τον πυρήνα της εθνικής της κυριαρχίας. Στο περιορισμοί αυτό κρίνεται επιτακτική η επαναδραστηριοποίηση της Αιγύπτου, με σαφή ελληνική πρωτοβουλία, η οποία αφενός «πλήγεται» και εκείνη από το τουρκολιβυκό σύμφωνο και αφετέρου λογίζεται ως στενός σύμμαχος του Στρατάρχη. Θεωρείται δεδομένο λοιπόν, ότι κατά την πρόσφατη επίσκεψη του Έλληνα ΥΠΕΞ στο Κάιρο για την συντονισμός του ιδιοκτησιακού καθεστώτος της ιεράς μονής της Αγίας Αικατερίνης Όρους Σινά (άδειασμα από την Αιγυπτιακή πλευρά), συζητήθηκε και το ζήτημα της νέας τουρκολιβυκής προσέγγισης με τον ομόλογό του.
Η διπλωματική διαφυγή της χώρας πρέπει να λάβει τέλος. Επιβάλλεται να απεμπλακεί από τα δηλητηριώδη «ήρεμα νερά» του κατευνασμού και της υποχωρητικότητας. Η άμεση κατάθεση των ελληνικών συντεταγμένων στον ΟΗΕ, η επέκταση των χωρικών υδάτων στα 12 ναυτικά μίλια νοτίως και ανατολικώς της Κρήτης εγκολπώνουν όχι μόνο αυτονόητες επιλογές, αλλά εθνική επιταγή για την αναχαίτηση των τετελεσμένων της Τουρκίας. Η Αθήνα οφείλει επιπλέον να κινητοποιήσει ενεργά το Κάιρο, στην από κοινού παρεμπόδιση της νομιμοποίησης του τουρκολιβυκού συμφώνου. Αυτό δύναται να επιτευχθεί με άμεση ολοκλήρωση της οριοθέτησης ΑΟΖ ανατολικά του 28ου μεσημβρινού, κατοχυρώνοντας με πλήρη επήρεια τα Ελληνικά νησιά και κοινή συντονισμένα εκγύμναση διπλωματικής πίεσης προς τη λιβυκή Βουλή για τη μη κύρωση της συμφωνίας.
Η στροφή της Άγκυρας προς τη Βεγγάζη λειτουργεί ως προειδοποίηση: η Ελλάδα είτε θα καλύψει το κενό που δημιούργησε η εμφανής απουσία της, είτε θα το καταλάβει η Τουρκία. Το στρατηγικό ρολόι μετρά αντίστροφα. Η αποτροπή δεν παρουσιάζεται πλέον ως μια επιλογή για το μέλλον, αλλά ένα αρμόττον του παρόντος. Διότι σε αντίθετη περίπτωση, δεν θα πρόκειται μόνο για διπλωματική ήττα, αλλά για γεωγραφική παραχάραξη.
Ο Λυκούργος Λιακάκος Διδάκτωρ Διεθνούς Δικαίου Πάντειο Πανεπιστήμιο