Είναι κάπως περίεργο, δεν είναι; Η γυναίκα, διαχρονικά -εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων- ακριβώς επειδή έχανε το αίμα της, επειδή το σώμα της έχανε αίμα κάθε μήνα, θεωρούνταν μιαρή. Μίασμα. Λίγη. Υπό. Κατώτερη. Μη ικανά ικανή. Μη αρκετά αρκετή. Ο άντρας, τώρα, ακριβώς επειδή χάνει το αίμα του μόνο στον αγώνα, στη μάχη, ως πολεμιστής, ως διεκδικητής, ως μαχητής -χάνει το αίμα του τιμημένα δηλαδή- θεωρείται ανώτερος, ηγετικός, δυναμικός, υπεράνω όλων. Και αυτό το αφήγημα δεν έχει να κάνει με σεξουαλικό προσανατολισμό. Είναι ξεκάθαρα ένας έμφυλος διαχωρισμός.
Ολα αυτά θα έπρεπε να ακούγονται ως οι μεγαλύτερες γελοιότητες του κόσμου, αν δεν ίσχυαν ως κανονικότητες. Και αν δεν γίνονταν αποδεκτές και από ένα μεγάλο (πολύ μεγαλύτερο απ' ό,τι φανταζόμαστε) τμήμα και του γυναικείου πληθυσμού. Αν δεν το ζούσαμε από τα μεγάλα αφηγήματα της Ιστορίας έως τις ρομαντικές -μην πω καμιά κουβέντα- λογοτεχνικές ιστορίες. Που πάντα η «πριγκιποπούλα» περιμένει να «σωθεί» από το «βασιλόπουλο». Που έρχεται πάντα με στολή. Και πάντα έχει κάποιου είδους τίτλο: ακόμα και ως ταπεινός ξυλοκόπος αν ξεκινήσει, να δεις που όλο και κάποιο βρομοπούλι θα του πει το μυστικό, όλο και κάποια προπεθαμένη γραία θα τον καθοδηγήσει, και ως τρισεύγενος, ραφινάτος νέος θα παρουσιαστεί μπροστά στο κορίτσι που θα θαμπωθεί από τα πλούτια και την αξιοσύνη του και θα τρέξει στην αγκαλιά του, για να γίνει δούλα και κυρά του.
Ναι - στην παγκόσμια κλασική λογοτεχνία, ως επί το πλείστον, οι έρωτες δεν φέρουν μόνο έμφυλο διαχωρισμό, αλλά και ταξικό: όλοι αστοί, όλοι αριστοκράτες και ο έρωτας στο τέλος κερδίζει, μαζί με το χρήμα. Ποτέ η Σταχτοπούτα δεν θα ξανακαθαρίσει το τζάκι της, λες και θα της κουλαίνονταν τα χέρια αν έριχνε ένα ξεσκόνισμα μια στο τόσο, ποτέ η Ωραία Κοιμωμένη δεν είπε να πιάσει μια δουλειά της προκοπής αφού το είδε - το γνέσιμο δεν της φτούρησε!
Είναι εντελώς περίεργο, δεν είναι; Με τα ίδια παραμύθια που μας μεγάλωσαν, με τα ίδια μάς γερνάνε κιόλας: είναι κάτι διαφορετικό δηλαδή η Τζάκρη; Που έχει πασούμια για εκατοντάδες παραμυθοραντισμένες κορασίδες και που δίχως ψηφίδα προσωπικού πολιτικού κεφαλαίου, απευθύνεται στον «πρίγκιπα» και «σωτήρα» της για να την ξαναφέρει στη ζωή; Δεν τα λέω εγώ - η ίδια τα είπε, κλαίγοντας, στο συνέδριο του κόμματος Κασσελάκη: «Δεν σας κρύβω ότι αν δεν είχα γνωρίσει τον Στέφανο Κασσελάκη μπορεί να τα είχα παρατήσει και η ίδια. Γιατί αναρωτιόμουν: Ως πότε θ' αντιστέκομαι; Πόσος χρόνος μού μένει ακόμα... μέχρι να ηττηθώ κι εγώ από αυτό το πανίσχυρο σύστημα;». Με κλάμα, τώρα, τα 'λεγε όλα τούτα. Τα ζούσε τύπου. Ωστόσο η Θεοδώρα δεν ηττήθηκε τελικά. Υπέμεινε, επέμεινε, γοβάτισε και κέρδισε. Ηρθε στη ζωή της κι ο Στέφανος και βρήκαν τα γοβάκια τη θέση τους και η καρδιά της αποκούμπι. Και ζήσαν αυτοί καλά...
... και κάποιοι άλλοι, ελάχιστοι άλλοι, ζήσαν ουσιαστικά. Οσο ζήσαν, μόνο έτσι ζήσαν. Με εντιμότητα και δίχως παραμυθιατζίδικα ποδήματα.
Δεν μπορώ παρά να επανέλθω σε εκείνον. Στον Χοσέ (Πέπε) Μουχίκα, που πέθανε -ναι, πέθανε-, αλλά όσο έζησε, μαζί με τη Λουσία έζησε, και ούτε ίντσα δεν παρέκκλινε από τα πιστεύω τους. Τα κοινά τους πιστεύω. Σπουδαία αγωνίστρια η Λουσία. Ομορφη. Ακέραιη. Βασανισμένη. Ολόκληρη πάντα, δίχως δεκανίκια. Και σαν έσμιξαν ξανά με τον Πέπε, έπειτα από 14 χρόνια στη φυλακή και την απομόνωση, πάλι στον αγώνα συμπορεύτηκαν. Ως ίσοι. Ως σύντροφοι. Τίποτα έμφυλο ή ταξικό. Κανένας διαχωρισμός. Ενα «μαζί» οι δυο τους, ένα «όλοι μαζί» για τον κόσμο. Με τον τρόπο που αγαπήθηκαν, με τον ίδιο τρόπο αγάπησαν και τον άνθρωπο και αφιέρωσαν τη ζωή τους στην εξημέρωσή του: «Eχει 3,5 εκατομμύρια ανθρώπους η Ουρουγουάη και εισάγει 27 εκατομμύρια ζευγάρια παπούτσια. Δουλεύουμε για να αγοράζουμε. Και ζούμε για να πληρώνουμε. Η πίστωση είναι θρησκεία. Οπότε την έχουμε πατήσει», είχε πει ο Πέπε.
Λίγα τα παπούτσια τους με τη Λουσία. Πολλά τα βήματά τους. Δίχως δάκρυ. Μόνο με γροθιά γεμάτη χώμα.