Αριάδνη Καλοκύρη | Σχέδιο κήπου | Σελ. 110 | Εκδόσεις Κίχλη, 2024
Ο κήπος ως μια αυθόρμητη δήλωση χρηστικού τοπωνυμίου, παραπέμπει, εμμέσως πλην σαφώς, στον Παράδεισο. Απολεσθέντα ή μη. Αρχετυπικό ή μη. Εξ ου και η φορτισμένη ατμόσφαιρα της όλης ποιητικής διαδρομής, όπως κατατίθεται στο παρόν, επιμελώς διαρθρωμένο, έργο. Παρατηρώ, επίσης, ότι η άρνηση και η κατάφαση του κόσμου επενεργούν ως να ήταν ευδιάκριτοι όροι ορισμένων μελωδικών αντιστίξεων ενός ευρύτερου διαλεκτικού φάσματος
Πρόκειται για τη δεύτερη ποιητική συλλογή της Αριάδνης Καλοκύρη (1986). Προηγήθηκε η Χώρα αναμονής από τις ίδιες εκδόσεις (2021). Παραπέμπω στους επαρκώς διαφωτιστικούς έξι εισαγωγικούς στίχους: «Σιγά σιγά τα πόδια μου μακραίνουν, περιπλέκονται, / βυθίζονται στο πάτωμα. Τα βρεγμένα ρούχα / γίνονται φύλλα στο σώμα ή στα χέρια / -αυτή την ακατοίκητη άνοιξη της ησυχίας– ενώ / τα δάχτυλα, τα μάτια και τα μαλλιά / γεμίζουν μπουμπούκια από ακουαρέλα και τέμπερα»(βλ. «Ας πω μια ιστορία. Μια ιστορία για το χέρι», σελ. 9 επ.). Η περιρρέουσα συνθήκη λογίζεται αμέσως ως να ήταν μια εύλογη, μια καθόλα απλή και άλλο τόσο εύληπτη προέκταση ενός εαυτού. Ο οποίος, ας σημειωθεί, δεν έχει αντιμετωπίσει, έως σήμερα, ούτε σχάσεις ούτε απώλειες ούτε καν εσωτερικές αντιφάσεις. Η εικονοποιία δείχνει ότι προτίθεται να υπηρετήσει με συνέπεια την επίλεκτη πολιτική της συγκεκριμένης γραφής.
Διακρίνω, για τις ανάγκες της εποπτικής στιγμής, τα εξής ενδεικτικά στοιχεία της προτεινόμενης σημασιολογικής ταυτότητας: «Δεν κοιμήθηκα εκείνο το βράδυ / δίπλωσα, ταξινόμησα, φρόντισα / ο, τι μπορούσα να φροντίσω / και το πρωί, σα να ήταν όνειρο / αρνήθηκα να παραδεχτώ κάθε μου κίνηση. / Επέλεξα τη λύση μιας μαγικής παρουσίας / μυστικής και αέρινης./ Σ’ αυτήν οφειλόταν τελικά η ανακατάταξη των πραγμάτων (βλ. «Τα λουστρίνια της ή η αμηχανία της επαφής μετά την απουσία», σελ. 50 επ.). Οι εξωλογικές συνεπαγωγές συμβάλλουν με ευχέρεια στην προαγωγή μιας πολυεπίπεδης προοπτικής εννοιών. Η τακτική του μεταφορικού τονισμού του νοήματος είναι ήδη έκδηλη. Ενα λανθάνον βάθος τείνει, έστω μερικώς, να αναδειχθεί. Οι δε γραμμικές αλληγορικές αλυσίδες προσδίδουν ιδιαίτερο εννοιολογικό βάρος.
Εχω ήδη διαπιστώσει, μελετώντας το έργο της προαναφερόμενης, ότι, μεταξύ άλλων, το ειδικότερο αντιμίλημα συνεισφέρει, εκ του ασφαλούς μάλιστα, στην κατοχύρωση τόσο της απαραίτητης αυτονομίας, όσο και της περαιτέρω διάσωσης της ίδιας της εμφανώς ενορατικής ύπαρξης. Οι δομές της συναντίληψης, αλλά και περαιτέρω επεξεργασίας των δεδομένων του κατοπτρικού βίου εγκαθιστούν λοιπόν και στην προκείμενη περίπτωση τις περιώνυμες αλήθειες στο πεδίο της νόησης. Οι παράδοξες συνεκδοχές διεγείρουν την ανάγνωση. Τα διαδοχικά ευρήματα επιτείνουν την απόλαυση. Οσα ελεύθερα συλλαμβάνει το ποιητικό υποκείμενο από τη σφαίρα του φαντασιακού, το μετασχηματίζει συστηματικά σε απτό ίνδαλμα, ήτοι σε κόσμο. Το διαρρυθμίζει, κοντολογίς, σε ον.
Ο κήπος ως μια αυθόρμητη δήλωση χρηστικού τοπωνυμίου, παραπέμπει, εμμέσως πλην σαφώς, στον Παράδεισο. Απολεσθέντα ή μη. Αρχετυπικό ή μη. Εξ ου και η φορτισμένη ατμόσφαιρα της όλης ποιητικής διαδρομής, όπως κατατίθεται στο παρόν, επιμελώς διαρθρωμένο, έργο. Παρατηρώ, επίσης, ότι η άρνηση και η κατάφαση του κόσμου επενεργούν ως να ήταν ευδιάκριτοι όροι ορισμένων μελωδικών αντιστίξεων ενός ευρύτερου διαλεκτικού φάσματος. Ενώ οι εντατικές ενδοσκοπήσεις συνιστούν τους ευδιάκριτους σταθμούς της βασιλικής οδού, η οποία οδηγεί στο επιδιωκόμενο παρήγορο, άλλως ιαματικό τοπίο ή άλλως Σχέδιο κήπου. Το ποιητικό υποκείμενο φθέγγεται εδώ, προκειμένου να αναβαθμίσει εκτάσεις, να κατανοήσει εν τέλει διαστάσεις του φαντασιακού. Οι δε ασύνειδες φαντασιώσεις υπαγορεύουν ενίοτε τους πλέον επιδραστικούς στίχους. Ετσι, οι λέξεις αναδεικνύονται ακόμη μια φορά ως να αποτελούν τα κεκτημένα συνθηκολογήσεων μεταξύ αρρήτων και μη ποιοτήτων. Εστω παράδειγμα: «Με βοηθάνε οι λέξεις / σ’ ένα παιχνίδι κρυφτό. / Τεμαχίζουν αναίμακτα όσα δεν χωράνε / στον καθαρό λόγο. / Γιατί αντίθετα, εσύ / ευθαρσώς να καγχάζεις /στα μύρια όσα που αρέσκεσαι να κατακτάς; / Εναποθέτω / στο σμιλεμένο κενό / την ερώτηση προσθέτοντας / την ισχυρή παύση στη συνέχεια της επιτάχυνσης / για να φωνάξω σε επανάληψη / τη λέξη ηχώ» (βλ. «Σε επανάληψή», σελ. 43).
Οι στροφές των ποιημάτων γνωρίζουν, εκ των προτέρων μάλιστα, ότι ο Αλλος ενδέχεται να μη βρίσκεται στο ίδιο ακριβώς γλωσσικό κύμα. Η γλώσσα διερευνά την αδυναμία ενδελεχούς επικοινωνίας, τις παραμέτρους της θλιβερής ξενότητας, τη δυστοπία του όντος. Τότε συστρέφεται, αναφέρεται εις εαυτήν, αλλά κατά τα άλλα δεν περισπάται. Η Αριάδνη Καλοκύρη δικαιώνει τη συνολική πρόθεση της σύνθεσής της.