Στην Ελλάδα δεν το ’χουμε. Δεν το ξέρουμε, δεν το αποζητάμε καν. Ισως γι’ αυτό και σε κάθε πάρκο (στα ελάχιστα που υπάρχουν δηλαδή) κοτσάρουν κι από μια ταμπέλα: «Μην πατάτε το πράσινο». Τι εννοείς, Βιργινίτσα μου, να μην πατάω το πράσινο; Τότε γιατί να πάω στο πάρκο, καλό μου; Για να πατήσω το τσιμέντο; Τι είν’ αυτά που μου λες κι αναστατώνομαι, Νίτσα μου; (μωρέ όρκο παίρνω πως σε κάθε δημοτική αρχή της χώρας, ειδικά της Αττικής, του Περιστερίου οπωσδήποτε, υπεύθυνη για το “περιβάλλον” θα είναι και μια... Βιργινία. Εχω μια τεράστια, εσωτερική σιγουριά για το ζήτημα!).
Πάντως, σε όλη την υπόλοιπη Ευρώπη, εκτός Ελλάδος -απολύτως σε όλη την υπόλοιπη Ευρώπη εκτός Ελλάδος-, όλα τα πάρκα και τεράστια είναι και παντού, και ποτάμια έχουν, και λίμνες ακόμα. Η Αθήνα είναι η μόνη ευρωπαϊκή πρωτεύουσα που έχει μπαζώσει όλα της τα ποτάμια - γιατί είμαστε πολύ εξυπνότεροι από τους άλλους, έτσι δεν είναι, Βιργινία μου; Γιατί το μόνο ποτάμι που δεν στερέψαμε το βάλαμε στη Βουλή - αντί να το βάλουμε στον πάτο μας και να ησυχάσουμε με αυτή την αηδία που δημιουργήθηκε ως ανάχωμα για την Αριστερά.
Στην Αθήνα πάντως, ποτάμια πλέον δεν έχουμε. Μόνο τσιμέντο. Εντός και εκτός Βουλής. Εντός και εκτός δημοκρατίας και Ακροπόλεως. Μιλάμε για μπετό του κερατά, για οπλισμένο, τύπου μυδραλιοβόλο, σκυρόδεμα. Οχι να σπάσει, δεν ραγίζει καν... Σαν ζεις σε μια τέτοια πόλη, σε μια τέτοια χώρα, γίνεσαι το ίδιο. Αλλοιώνεσαι εκ των έσω. Οταν σκληραίνουν οι πατούσες σου αφύσικα, είναι απολύτως βέβαιο πως θα σκληρύνει και κάθε άλλο μέλος του σώματός σου - δεν ρέει το αίμα πια. Δεν κυκλοφορεί με επαρκή ροή, ώστε να λειτουργήσουν σωστά καρδιά και εγκέφαλος. Κοινώς, ξεμωραίνεσαι.
Δεν έχει μόνο το τσιμέντο αυτές τις επιπτώσεις στην ανθρώπινη βιοψυχολογία. Το έχει και κάτι άλλο, ακόμη πιο επικίνδυνο, που φράζει όχι μόνο αρτηρίες (τη φλεβίτιδα την έχεις στο τσεπάκι, Βιργινίτσα μου), αλλά και συνειδήσεις. Η εξουσία - αυτή η ρημάδα, που είτε είσαι κλητήρας στο ΙΚΑ είτε πρόεδρος των ΗΠΑ, άμα νιώθεις πως την έχεις, κλάφ’ τα, Χαράλαμπε... Εκείνον δεν τον έλεγαν Χαράλαμπο, αν και την πάτησε με τον ίδιο τρόπο. Θωμά τον έλεγαν. Τόμας, αγγλιστί. Τόμας Μορ.
Τον 16ο αιώνα έζησε. Πριν τον Σέξπιρ, πριν την Ελισάβετ. Σαν τώρα πέθανε, μόλις 500 χρόνια πριν. Ιούλιος του 1535 ήταν, σαν ο τότε βασιλιάς της Αγγλίας, ο «δεσπότης υπό τον μανδύα του νόμου» Ερρίκος Η', τον αποκεφάλισε. Γιατί δεν συμφώνησε στο να διαζευχθεί την Αικατερίνη της Αραγωνίας που δεν του έκανε γιο και να παντρευτεί την Αννα Μπολέιν, την οποία επίσης αποκεφάλισε γιατί ούτε αυτή του έκανε παιδί. Ο Τόμας Μορ δεν ενέκρινε τις πράξεις του βασιλιά και το πλήρωσε με τη ζωή του.
Ξέρεις πού τον ξέρεις τον Μορ; Εφηύρε ουσιαστικά τη λέξη «ουτοπία» - από εκεί τον ξέρεις. Από τις λέξεις «ου» και «τόπος». Το συγγραφικό του έργο έχει αυτόν τον τίτλο, ακριβώς γιατί περιγράφει μια κοινωνία ισότητας, κοινοκτημοσύνης, θρησκευτικής ανοχής (όση μπορούσε να φανταστεί έστω), όπου η εργασία θα είναι εξάωρη και δεν θα υπάρχουν χρήμα, δικηγόροι και εκμετάλλευση. Και ήταν δικηγόρος να φανταστείς!
Μια σοσιαλιστική κοινωνία περιέγραψε, 300 χρόνια πριν από τον Μαρξ. Αλλά έκανε και κάτι ακόμα: αναρωτήθηκε αν το να έχεις όλο και περισσότερα αγαθά, όλο και περισσότερη εξουσία, έχει κάποιο νόημα... Και κάπως έτσι, από το 1535 φτάσαμε στο 2015. Οπου είχα την τύχη να δω την παράσταση «Ενας άνθρωπος για όλες τις εποχές» στο Εθνικό, σε σκηνοθεσία Βαγγέλη Θεοδωρόπουλου. Τον έργο είναι για τη ζωή του Μορ, που τον ερμήνευε ο παμμέγιστος Γιώργος Μιχαλακόπουλος. Από εκείνον το άκουσα και ποτέ δεν το ξέχασα: «Αυτή είναι η κοινωνία μας, όπως την κατάντησαν οι αφεντάδες της».
Μισή χιλιετία πέρασε, κι ακόμα είμαστε. Αυτή η ίδια κοινωνία: «Μην πατάτε το πράσινο» - Μη θέλετε την ουτοπία. Οπως ακριβώς (ακριβώς όμως!) αφήνουμε να μας καταντήσουν οι αφεντάδες μας.