Οι τίτλοι του ξεχωρίζουν γιατί δεν μοιάζουν με τίποτ’ άλλο που έχεις διαβάσει. Αδιάφοροι για την ευκολία του αναγνώστη, στέκονται στην πόρτα του ποιήματος, μερικές φορές σαν να φυλάνε κάστρο. Κάποτε στοιχίζονται σαν στρατιώτες σε δύο και τρεις γραμμές. Πάντα στην ποίησή του ακολουθούνται από προμετωπίδες-υπασπιστές. Οι τίτλοι και τα μότο που επιλέγει ο Αλέξιος Μάινας για τα βιβλία και τα ποιήματά του στέκονται συχνά απόρθητοι. Μόνοι τους. Ανεξάρτητοι καμιά φορά από το ποίημα που συνοδεύουν. Υποβάλλουν έτσι τις δεύτερες και τρίτες αναγνώσεις προκειμένου να γίνουν κατανοητοί σε σχέση με το όλο βιβλίο ή το εκάστοτε ποίημα. Μοιάζουν με μικρές σκέψεις που δεν χώρεσαν μέσα στο κυρίως σώμα. Με μικρές ποιητικές διηγήσεις. Με μικρές, απρόσιτες πηγές, με καθαρό νερό που ξεδιψά τον πρόθυμο περαστικό που θα σκαρφαλώσει στην άκρη του βράχου να τις φτάσει. Ετσι μπαίνεις προϊδεασμένος στο φαινομενικά κυρίως θέμα που συναντάς στο σώμα του ποιήματος. Που είναι ένα τοπίο διαφορετικό από εκείνο που περίμενες. «Οι αποστάτες της αφής». «Το κοπάδι των τεφρών». «Η ανασκαφή του γαλάζιου λιγνίτη». «Τετάρτη των αθώων». «Κυριακή των απόμακρων». «Κίρκεγκωρ ή Ο αγρός των εκκρεμών καρατομήσεων». Αυτοί είναι μερικοί τίτλοι ενοτήτων από την τελευταία του ποιητική συλλογή «Προσκόμματα και ποιμαντικές λύσεις για την κατάβαση της αγέλης στον κάμπο».
Ο τίτλος του εξωφύλλου προϊδεάζει επίσης πως αυτό που ακολουθεί μπορεί να μην είναι εύκολο ή εύπεπτο, αξίζει όμως τον κόπο. Διαπνέεται από την ίδια ελαφριά ειρωνεία που διαπερνά ολόκληρο το βιβλίο σαν φευγαλέο συνωμοτικό χαμόγελο. Χωρισμένο σε δύο μεγάλα μέρη που νοηματοδοτούνται ως «Θεωρία» και «Πράξη», με τίτλους επιμέρους ενοτήτων και προμετωπίδες που καμιά φορά μοιάζουν άσχετοι μεταξύ τους, αλλά δεν είναι. Το βιβλίο αυτό γράφτηκε μέσα στην πανδημία και φέρει εμφανώς τα σημάδια της, ακόμα και στους επιμέρους τίτλους.
«Μοιάζει πως παραλίγο / να ’χαμε ευτυχήσει. / Πως ήμασταν και γέλιο / στον παλιό μας θώρακα. / Που τώρα κατωθείται. // Ηταν νωρίς και μοιάζαμε ερωδιοί» (στο ποίημα «Απολογισμός και επισχόλιο» – σ. 19).
Εχεις την έντονη αίσθηση πως ο Αλέξιος Μάινας γράφει για έναν κόσμο που χάθηκε. Η ποίησή του στο πρώτο μέρος («Θεωρία») έχει τη μελαγχολία που νιώθουμε όταν διαβαίνουμε μια αρχαία νεκρή πόλη. Υπάρχει η ίδια ησυχία καθώς διαβάζεις, μέσα από τις γραμμές λάμπουν ψήγματα της ίδιας αρχαίας σοφίας. Για να διηγηθεί φτιάχνει δικές του καινούργιες λέξεις χτίζοντας πάνω στις παλιές (ανεμοθλιμμένος, αρνησίνεκρος, ανυπάρχτηκε, τιτιβικυβισμός, μετακόκκινο χρώμα, καρδιάλικο [το άλικο της καρδιάς]). Για να μιλήσει κατεβάζει στην αρένα της λευκής σελίδας τον Αριστοτέλη, τον Οβίδιο, τον Νίτσε, τον Χάιντεγκερ. Τους κρύβει μέσα στους στίχους του, τους μεταμφιέζει και εγκιβωτίζει τις σκέψεις τους στις λέξεις του. Οι φιλοσοφικές έννοιες και αναφορές που υπονοούνται σ’ αυτό το ποιητικό παλίμψηστο, κάνουν την ποίηση του Μάινα συχνά να μοιάζει δύσκολη. Νιώθεις μερικές φορές πως δεν καταλαβαίνεις απόλυτα εκείνο που διάβασες, πως κάτι σου διέφυγε. Πως υπάρχει κι άλλο. Μα ό,τι δεν καταλαβαίνεις, όπως και με τον Μπέκετ, το καταπίνεις. Κι από κει το αφήνεις και λειτουργεί.
Τα περισσότερα από εξήντα ποιήματα σύντομα αντιλαμβάνεσαι ότι λειτουργούν εννοιολογικά και αφηγηματικά σαν ένα ποίημα, που αν και διαιρεμένο σε επιμέρους μονάδες, με προμετωπίδες και τίτλους, παραμένει ένα ενιαίο εννοιολογικό δημιούργημα που η ζωώδης δύναμή του διατρέχει σαν εγκάρσιο κύμα ολόκληρο το βιβλίο.
Η μάνα λένε σκούπιζε
και κάτω απ’ το κρεβάτι
γιατί δεν ήξερε από πού
θα ’ρθεί ο γιος. (ποίημα «Το κερί» – Ι)
Εχεις την αίσθηση ότι διαβάζεις μια ιστορία για ένα χωριό που δεν υπάρχει πια, σ’ έναν τόπο που είναι κοινός για όλους. Δυστοπία. Απουσία και θάνατος. Απουσία και χωρισμός που είναι σαν θάνατος.
Στον φράχτη υπήρχαν κάτι ιτιές
και κοίταζε από κει.
Δεν φαίνεται ο πυρήνας
της καρδιάς που πορφυρίζει.
Μα ο λυπημένος ξέρει
τον σπασμένο. (ποίημα «Το κερί» – ΙΙ)
Και πιο κάτω:
Η μνήμη διαστελλόταν στην απώλεια.
Κι όσο κι αν έπινε απ’ τον πόνο
αυτό, ποτέ δεν ξεδιψούσε.
Μακριά από μας! Μα είχαν γίνει φίλοι. (ποίημα «Το κερί» – ΙΙI)
Ο Μάινας χρησιμοποιεί τα σημεία στίξης με προσοχή και αυστηρότητα. Καμία ελευθερία εδώ δεν χαλάει το βήμα του στίχου που οριοθετεί η τελεία, τον βηματισμό που επιβραδύνεται από τα στρατηγικά βαλμένα κόμματα. Ο ρυθμός επιτυγχάνεται όχι μόνο από τους τόνους αλλά και από τις ανάσες και τις σιωπές που επιβάλλουν τα σημεία στίξης. Ολο το βιβλίο υπακούει έτσι σε μια αυστηρή αρχιτεκτονική που υπηρετεί το ποιητικό οικοδόμημα που σχεδίασε ο δημιουργός. Αυστηρός και με τον εαυτό του, στέκεται με θάρρος απέναντι στην πραγματικότητα ακόμα κι όταν μοιάζει με εκτελεστικό απόσπασμα και κάννες όπλων που σε σημαδεύουν υψωμένες. Κάπου οι στίχοι του θυμίζουν αντίστροφα συνθήματα:
Νιάτα λυγισμένα απ’ την ανία.
Ψηλά το κεφάλι! Το αύριο
θα σας γονατίσει κι άλλο. («Τα πρωτόκολλα της αφής» – VII)
Αλλού πάλι μοιάζουν με τρυφερό μονόλογο:
Εντονα άνθη
έντρομοι καρποί
μετέωρα κεφάλια.
Κρεμασμένα στον νιπτήρα
σαν πετσέτες.
Η μέρα από τη μια
και το σαπούνι από την άλλη –
τι να πρωταδράξεις; (ποίημα «Τα πρωτόκολλα της αφής» – VΙΙ)
Κι αλλού είναι εικόνες-κραυγές:
Ι. (Ανάμεσα στην Καλαχάρι και το μπάνιο)
Αμμόλοφοι μέχρι τους φεγγίτες.
Σαλόνια
με θαμμένους γείτονες. («Τα πρωτόκολλα της αφής» – Ι )
Αν έχεις φτάσει ώς εκεί είναι επειδή η ανάγνωση έχει γίνει τέρψη. Ολα συνδέονται πλέον μεταξύ τους, σαν τους χτύπους ενός ρολογιού που συνδέει το ένα λεπτό με το άλλο: ο χρόνος αποκτά συνοχή και νόημα. Ετσι και η ποίηση του Μάινα συνδέει εκείνο που έγινε μ’ εκείνο που είναι τώρα και μ’ εκείνο που ακολουθεί. Επειδή ο πραγματικός ποιητής είναι άχρονος.
Είναι κι αυτού του αιώνα παιδί και του επόμενου, αλλά και του αιώνα πριν από τη γέννησή του. Γι’ αυτό μπορεί και διηγείται αυτά που βλέπει, σκέφτεται και αισθάνεται, διαβάζοντας τις «φρυκτωρίες των ετών», όπως θα έγραφε κι εκείνος.
Ο Μάινας χρησιμοποιεί τη φιλοσοφία και καταθέτει τις σκέψεις του με τη μορφή στίχων. Χρησιμοποιεί πικρή ειρωνεία, ακρίβεια, μερικές φορές δηκτικότητα. Ανατέμνει τα ανθρώπινα πάθη με νυστέρι χειρουργού. Η γραφή του έχει τη χροιά της φωνής ενός γιατρού που μελετάει αποστασιοποιημένος τα αίτια θανάτου, διαβάζοντας τα σπλάχνα του πτώματος που έχει μπροστά του. Κι όπως γράφει:
Μέσα σε κάθε ομορφιά ασκητεύει η απόγνωση.
(στο ποίημα «Λίγος τελευταίος καθαρός αέρας»)
Χρησιμοποιεί την τέχνη του για να αποτίσει φόρο τιμής στους Τρακλ, Τσέλαν, Τσβετάγιεβα, Ντίκινσον, με τους ποιητές να στέκονται γύρω του και να νεύουν μ’ επιδοκιμασία πάνω απ’ τον ώμο του όταν ρωτάει:
Ποιος μίλησε, σκοτάδι μου;
Κανείς;
Απλά φυσάει; («Η Τσβετάγιεβα σ’ ένα κατώφλι μόνη της φοβάται μην ελπίσει» )
Οταν επανέρχεται στο θνητό κομμάτι της καθημερινότητας και αποφασίζει να περιγράψει οικείες οικογενειακές σκηνές, η μελαγχολία εναλλάσσεται με τη σκληρότητα και την τρυφερότητα. Στις εικόνες του έχεις την αίσθηση ότι ο ήλιος πάντα δύει. Είναι η ίδια εκείνη ώρα, η στιγμή που το φως της μέρας αρχίζει να απομακρύνεται. Τότε που αρχίζει ένας «καλπασμός αθόρυβων πετάλων» (ποίημα «Δόγμα 2020» – σ. 73).
Ενα μεγάλο μέρος του βιβλίου γράφτηκε το 2020 μέσα σε κατάσταση εγκλεισμού λόγω Covid, με προσωπικές απώλειες αλλά και με απώλειες ξένων και Ελλήνων συγγραφέων όπως ο Λουίς Σεπούλβεδα (αργότερα και ο Χαβιέρ Μαρίας), ο Αλέξανδρος Ισαρης, ο Θανάσης Νάκας. Ο Μάινας παίρνει τέτοια βιώματα και οικογενειακά πεπρωμένα ως αφορμές, προκειμένου να μιλήσει για την ευθραυστότητα μέσα στην οποία ζούμε και την ευκολία με την οποία ο θάνατος εισβάλλει στη ζωή κάποιου και την ανατρέπει.
Είμαστε σε όλα τα επίπεδα ευάλωτοι και ασταθείς. Εκεί ο ποιητής καταφεύγει στη φιλοσοφία. Επιστρέφει στο «memento mori» του πλατωνικού Φαίδωνα. Το «θυμήσου, θα πεθάνεις», που αναδεικνύει ο Σωκράτης ενώ είναι στη φυλακή και μιλάει στους μαθητές του για να τους παρηγορήσει και να τους εμψυχώσει για τον δικό του επικείμενο θάνατο, καθώς του χορηγείται το κώνειο.
Αν στο προηγούμενο βιβλίο του, που εκδόθηκε στην Ελβετία το 2018 με τίτλο «Ο διαμελισμός του Αδάμ», μιλούσε για τον έρωτα, στα «Προσκόμματα» ο Αλέξιος Μάινας έρχεται να μας μιλήσει για την απώλεια, τη μοναξιά, την απομόνωση, την ερήμωση του ατόμου, όπως τα ζήσαμε την περίοδο του Covid κι όπως τα ζούμε μέσα από τα social media και τα αδιέξοδα dating apps. Ερχεται ακόμα να μας μιλήσει, στην πέμπτη και τελευταία Πράξη, για τη «λωρίδα του Μέμπιους» (Möbius strip) και για το σύμβολο της κυκλικότητας, ως χρονικής-ιστορικής επαναληπτικότητας. Η κανονικότητα επομένως, που επικράτησε μετά τον Covid, είναι παροδική.
Ο ποιητής προφητεύει πως έρχεται νέα συμφορά. Ενας μεγάλος σεισμός ή ένα ηφαίστειο, μια καινούργια ιστορική-πολιτική-οικονομική-ιδεολογική ή άλλη δυστοπία, που θα προκληθεί από πολιτικές κλιμακώσεις, ανταγωνισμούς, ή από μια νέα πανδημία ή από έναν ακόμα πόλεμο. Οπως γράφει στο ποίημα «Η τελική θρησκεία»:
Ολο κληρώνομαι
αναφωνεί ακόμα κι ο ανέμελος.
Και λίγο πιο κάτω:
Ετσι, θα περάσει καιρός
και θα συμβούνε κι άλλα
που δεν φαίνονται. (ποίημα με μότο: Ρωγμή, μου βάζεις λόγια)
Δεν μπορείς να δραπετεύσεις. Αυτή είναι η «τελική» –κατά Μάινα– «θρησκεία». Το ότι πρέπει να δεχτείς την ευθραυστότητα αυτής της συνθήκης και να αποδεχτείς την αστάθεια της βάρκας μέσα στην οποία πατάς-περπατάς. Να είσαι έτοιμος για κείνο που θα σε βρει, για να μπορέσεις να το διαχειριστείς και να το μοιραστείς.
Επειδή αυτό είναι που σε κάνει τελικά άνθρωπο. Μια μοίρα κοινή για όλους, που μας καθιστά –ή θα έπρεπε να μας καθιστά– αλληλέγγυους. Αυτό εντέλει είναι το κρυφό, αλλά και παρήγορο μήνυμα του βιβλίου.
Αν ο χρόνος
συνωνυμεί με την απώλεια
όσων απλώς φαντάζουν αδύνατα
τότε η ευτυχία
είναι εκείνο που χάνεται
μες στην αμφισβήτηση της ελευθερίας μας.
Γιατί αυτή είναι αειθαλής
και κείνη φυλλοβόλος.
(«Το θεώρημα της μηλιάς»)